Σύμβαση
διμερής δικαιοπραξία / From Wikipedia, the free encyclopedia
Σύμβαση είναι η δικαιοπραξία[1] μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων με την οποία τα πρόσωπα δηλώνουν τη βούλησή τους να προβούν σε διάφορες ενέργειες και να συνεργαστούν με άλλα πρόσωπα, είναι δηλαδή δήλωση βούλησης. Τα πρόσωπα αυτά δηλαδή όχι μόνο επιθυμούν, αλλά αποφασίζουν και προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, “εξωτερικεύουν” δηλαδή τη βούλησή τους. Η σύμβαση λέγεται και συμφωνία. Η συμφωνία ή σύμβαση δεν είναι αναγκαίο να είναι νόμιμη για να χαρακτηριστεί έτσι.
Και εφόσον η σύμβαση είναι δικαιοπραξία μεταξύ περισσότερων προσώπων, ούτε η δικαιοπραξία απαιτείται να είναι νόμιμη. Υπάρχουν και παράνομες δικαιοπραξίες. Επομένως η λέξη "δικαιοπραξία" δεν σημαίνει "πράξη σύμφωνα με το δίκαιο", ούτε "δίκαιη πράξη", όπως ίσως φαίνεται από την ετυμολογία της, αλλά εξωτερικευμένη δήλωση βούλησης που παράγει αποτελέσματα σύμφωνα με το δίκαιο (νόμο) που ενδεχομένως είναι παράνομα. Το ότι η δικαιοπραξία (που δεν ορίζεται στον νόμο, αλλά προκύπτει από άλλους) συμπίπτει με τη δήλωση βούλησης φαίνεται έμμεσα αλλά σαφώς από το άρθρο 138 Αστικού Κώδικα, βλ. σύμπτωση των δύο στις δύο παραγράφους του άρθρου.[2]