Τουρκαλβανοί
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η λέξη Τουρκαλβανός είναι θρησκευτικός όρος που χρησιμοποιούν οι Έλληνες για τους Μουσουλμάνους Αλβανούς από το 1715 και ύστερα.[1][2][3][4] Υπό μία ευρύτερη έννοια, ο όρος αυτός περιελάμβανε τόσο τους Μουσουλμάνους Αλβανούς, όσο και τους Τούρκους πολιτικούς και στρατιωτικούς της Οθωμανικής διοίκησης στα Βαλκάνια.[5] Η λέξη προέρχεται από την ταυτοποίηση των Μουσουλμάνων με τους Οθωμανούς και/ή τους Τούρκους, λόγω του διοικητικού συστήματος μιλλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την ταξινόμηση των ανθρώπων σύμφωνα με τη θρησκεία τους, όπου το μουσουλμανικό μιλλέτ έπαιζε τον ηγετικό ρόλο και σε αυτό μετείχαν και Αλβανοί.[6]
Από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, ο όρος Τούρκος και από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και εξής, ο παράγωγος όρος Τουρκαλβανός έχει χρησιμοποιηθεί ως υποτιμητικός όρος, φράση και/ή έκφραση για τους Μουσουλμάνους Αλβανούς και τις κοινότητές τους.[1][7][8][9][10] Ο όρος είναι σαφώς ιστορικός και συχνά αναφέρεται σε τέτοια κείμενα, αλλά έχει επίσης διαπιστωθεί ότι είναι ασαφής, ιδεολογικά και συναισθηματικά φορτισμένος [6] και ότι έχει χρησιμοποιηθεί με ιμπεριαλιστική και ρατσιστική σημασία.[11] Οι Αλβανοί έχουν εκφράσει τη διαφωνία τους ως προς τους όρους Τούρκος και τον παράγωγο του Τουρκαλβανός, όταν αναφέρονται σε αυτούς.[8][12][13] Έχει αναφερθεί ότι στα τέλη του 20ού αιώνα μερικοί Χριστιανοί Αλβανοί εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τον όρο Τούρκος για να αναφερθούν στους Μουσουλμάνους Αλβανούς.[14]