Χανς Γκούντε
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Χανς Φρέντρικ Γκούντε (Hans Fredrik Gude, 13 Μαρτίου 1825 - 17 Αυγούστου 1903) ήταν Νορβηγός ρομαντικός ζωγράφος και θεωρείται μαζί με τον Γιόχαν Κρίστιαν Νταλ ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους τοπίου της Νορβηγίας. Έχει χαρακτηρισθεί στυλοβάτης του Νορβηγικού Εθνικού Ρομαντισμού. [11] Συνδέεται με τη σχολή ζωγραφικής του Ντύσσελντορφ.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Χανς Γκούντε | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 13 Μαρτίου 1825[1][2][3] Χριστιανία |
Θάνατος | 17 Αυγούστου 1903[1][2][4] Βερολίνο[5] |
Τόπος ταφής | Vår Frelsers gravlund |
Χώρα πολιτογράφησης | Νορβηγία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Νορβηγική γλώσσα[6][7] |
Σπουδές | Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντύσσελντορφ (από 1841)[8] Berliner Akademie der Künste (από 1841)[8] Norwegian National Academy of Craft and Art Industry |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[9] διδάσκων πανεπιστημίου |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντύσσελντορφ (1854–1861)[8] Academy of Fine Arts Karlsruhe (1863–1880)[8] Berliner Akademie der Künste (από 1880)[8] |
Αξιοσημείωτο έργο | The Sandvik Fiord |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Betsy Gude (1850–1903)[10] |
Τέκνα | Nils Gude Ove Gude Erik Anker Gude Agnes Charlotte Gude |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Τάγμα του Αγίου Όλαφ Τάγμα του Πολικού Αστέρα Τάγμα του Ερυθρού Αετού 3ης τάξης |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα |
Η καλλιτεχνική πορεία του Γκούντε δεν χαρακτηρίστηκε από δραστική αλλαγή και επανάσταση, αλλά αντίθετα ήταν μια σταθερή εξέλιξη που αντιδρούσε αργά στις γενικές τάσεις στον καλλιτεχνικό κόσμο. Τα πρώτα έργα του είναι ειδυλλιακά, ηλιόλουστα τοπία της Νορβηγίας που παρουσιάζουν μια ρομαντική, αλλά ακόμα ρεαλιστική άποψη της χώρας του. Γύρω στο 1860 ο άρχισε να ζωγραφίζει θαλασσινά τοπία και άλλα παράκτια θέματα. Είχε αρχικά δυσκολία με τη σχεδίαση ανθρώπινων μορφών και έτσι συνεργαζόταν με τον Αντολφ Τίντεμαντ σε κάποια από τα έργα του, σχεδιάζοντας ο ίδιος το τοπίο και αφήνοντας τον Τίντεμαντ να ζωγραφίσει τις μορφές. Αργότερα δούλεψε ειδικά πάνω στις μορφές ενώ βρίσκονταν στην Καρλσρούη και έτσι άρχισε να γεμίζει με αυτές τους πίνακες του. Αρχικά ζωγράφιζε κυρίως με λάδια σε στούντιο, βασίζοντας τα έργα του σε μελέτες που είχε κάνει νωρίτερα επί τόπου. Ωστόσο, καθώς ωρίμαζε ως ζωγράφος άρχισε να ζωγραφίζει στο ύπαιθρο και μετέφερε τα οφέλη αυτής της πρακτικής στους μαθητές του. Αργότερα ζωγράφιζε με ακουαρέλες, καθώς και γκουάς σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την τέχνη του διαρκώς φρέσκια και εξελισσόμενη, και παρόλο που αυτά δεν έγιναν ποτέ τόσο ευμενώς δεκτά από το κοινό όσο οι ελαιογραφίες του, οι συνάδελφοί του καλλιτέχνες τα θαύμαζαν πολύ.
Ο Γκούντε πέρασε σαράντα πέντε χρόνια ως καθηγητής τέχνης και έτσι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της νορβηγικής τέχνης, ενεργώντας ως μέντορας τριών γενεών Νορβηγών καλλιτεχνών. Νέοι Νορβηγοί καλλιτέχνες συνέρρεαν οπουδήποτε δίδασκε, πρώτα στην Ακαδημία Τέχνης του Ντύσσελντορφ και αργότερα στη Σχολή Τέχνης της Καρλσρούης. Ο Γκούντε υπηρέτησε επίσης ως καθηγητής στην Ακαδημία Τέχνης του Βερολίνου από το 1880 ως το 1901, αν και εκεί προσέλκυσε λίγους Νορβηγούς στην Ακαδημία του Βερολίνου, γιατί τότε στα μάτια τους το Βερολίνο είχε ξεπεραστεί σε κύρος από το Παρίσι.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Γκούντε κέρδισε πολλά μετάλλια, έγινε δεκτός ως επίτιμο μέλος σε πολλές ακαδημίες τέχνης και του απονεμήθηκε ο Μεγάλος Σταυρός του Τάγματος του Αγίου Όλαφ. Ήταν πατέρας του ζωγράφου Νιλς Γκούντε και η κόρη του Σίγκριντ παντρεύτηκε το Γερμανό γλύπτη Οτο Λέσινγκ. [12]