Ρωμαϊκά νομίσματα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα Ρωμαϊκά νομίσματα για το μεγαλύτερο μέρος της ρωμαϊκής ιστορίας αποτελούντο από χρυσά, αργυρά, ορειχάλκινα και χάλκινα νομίσματα [1] (βλ. Ρωμαϊκή μεταλλουργία). Από τις πρώτες κοπές τους στην περίοδο της Δημοκρατίας τον 3ο αιώνα π.Χ. ως τους αυτοκρατορικούς χρόνους, το ρωμαϊκό νόμισμα είδε πολλές αλλαγές στη μορφή, την αξία και τη σύνθεσή του. Ένα σταθερό χαρακτηριστικό ήταν η πληθωριστική υποτίμηση και η αντικατάσταση των κερμάτων κατά τη διάρκεια των αιώνων. Αξιοσημείωτα παραδείγματα αυτού ακολούθησαν τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους (βλ. και Βυζαντινά νομισματοκοπεία).
Λόγω της οικονομικής ισχύος και της μακροζωίας του ρωμαϊκού κράτους, το ρωμαϊκό νόμισμα χρησιμοποιήθηκε ευρέως σε όλη την Ευρώπη, τη δυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική από τους κλασικούς χρόνους μέχρι τον Μεσαίωνα. Χρησίμευσε ως πρότυπο για τα νομίσματα των μουσουλμανικών χαλιφάτων και των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον Μεσαίωνα και τη Σύγχρονη Εποχή. Τα ονόματα των ρωμαϊκών νομισμάτων επιβιώνουν σήμερα σε πολλές χώρες, όπως π.χ. το αραβικό δηνάριο (από το δηνάριο), το περουβιανό σολ (από το νόμισμα σόλιδος), η βρετανική λίρα και το μεξικανικό πέσο (από τα ρωμαϊκά Λίβρα, σόλιδος και δηνάριο (γνωστά με το ακρωνύμιο £sd στο παλιό νομισματικό σύστημα)).