From Wikipedia, the free encyclopedia
Ιωάννειο κόμμα ή Κόμμα Ιωάννου (Λατ. comma Johanneum) ονομάζεται η προσθήκη της φράσης «ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατὴρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι. καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ»[1] στα εδάφια 7 και 8 του πέμπτου κεφαλαίου της Πρώτης Επιστολής του αποστόλου Ιωάννη στην Καινή Διαθήκη.[2]
«5 Τίς ἐστιν ὁ νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; 6 Οὗτός ἐστιν ὁ ἐλθὼν δι' ὕδατος καὶ αἵματος, Ἰησοῦς Χριστός· οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ' ἐν τῷ ὕδατι καὶ τῷ αἵματι· καὶ τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια. 7 Ὃτι τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες [ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατὴρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι. 8 καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ], τὸ Πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα, καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ἕν εἰσιν. 9 Εἰ τὴν μαρτυρίαν τῶν ἀνθρώπων λαμβάνομεν, ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ μείζων ἐστίν· ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ ἣν μεμαρτύρηκε περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ». |
— 1η Επιστολή Ιωάννη 5:5-9 : Μέσα στις αγκύλες, με τονισμένους χαρακτήρες, φαίνεται το «Ιωάννειο κόμμα» |
Το τμήμα αυτό, με σαφή τριαδολογική ομολογία, έγινε πολύ γνωστό στην ιστορία της κριτικής του κειμένου της Καινής Διαθήκης εξ αιτίας όσων γράφτηκαν υπέρ ή κατά της γνησιότητος του[3].
Έρευνα για το χωρίο αυτό έγινε από τον 16ο[4] μέχρι και τον 19ο-20ο αιώνα[5] και ως αποτέλεσμα έγινε ευρέως αποδεκτό ότι οι αμφισβητούμενες λέξεις δεν υπήρχαν στα παλαιότερα ελληνικά κείμενα της Καινής Διαθήκης, αλλά αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη. Ερμηνευτικά, από τους πρώτους που το παραθέτει είναι ο Ευθύµιος Ζιγαβηνός (τέλη 11ου–αρχές 12ου αι.)[6].
Φυσικά υπάρχει και ο αντίλογος που υποστηρίζει με σοβαρά στοιχεία τη γνησιότητα του.[7]
Η παλαιότερη αναφορά σε κείμενο που μοιάζει με το Ιωάννειο κόμμα γίνεται τον 3ο αιώνα από τον Λατίνο Κυπριανό, ο οποίος αφού αναφέρθηκε στο Ιωάννη 10:30 πρόσθεσε: «Πάλι είναι γραμμένο για τον Πατέρα, και τον Υιό, και το Άγιο Πνεύμα, "Και αυτοί οι τρεις είναι ένα"».[8] Ωστόσο, φαίνεται ότι πρόκειται για θεολογική ερμηνεία του ίδιου του Κυπριανού αναφορικά με την Αγία Τριάδα, καθώς α) το λατινικό Βιβλικό κείμενο (Αρχαία Λατινική ή Vetus Latina) που είχε μπροστά του δεν περιείχε το Κόμμα, β) δεν παραθέτει "τον Πατέρα, και τον Υιό, και το Άγιο Πνεύμα" ως μέρος του Βιβλικού κειμένου αλλά το αναφέρει ως δική του ερμηνεία στο κειμενικό «τὸ Πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα» και γ) καθώς κατηγορηματικά το Κόμμα Ιωάννου αναφέρεται στον Πατέρα, το Λόγο και το Πνεύμα και εφόσον ο Κυπριανός δεν παραθέτει αυτό το απόσπασμα, γίνεται φανερό ότι ο Κυπριανός δεν γνώριζε τη φραστική διατύπωση του Ιωάννειου κόμματος.[9]
Το κείμενο παραλείπεται επίσης, με εξαίρεση τη μεταγενέστερη Λατινική, από τα χειρόγραφα όλων των αρχαίων μεταφράσεων της Καινής Διαθήκης — τη Συριακή, την Κοπτική, την Αρμενική, την Αιθιοπική, την Αραβική και τη Σλαβονική. Ακόμη και στη Λατινική, δεν εμφανίζεται ούτε στην πρωτογενή Αρχαία Λατινική μετάφραση (που χρησιμοποιούν ο Τερτυλλιανός, ο Κυπριανός και ο Αυγουστίνος) ούτε και στη Βουλγάτα, όπως εκδόθηκε αρχικά από τον Ιερώνυμο (Κώδικας Fuldensis, αντίγραφο του 541-546, και Κώδικας Amiatinus, αντίγραφο πριν το 716). Επιπρόσθετα, δεν υφίσταται ούτε στο αναθεωρημένο λατινικό κείμενο του Αλκουίνου (πρώτος γραφέας του Κώδικα Vallicellianus του 9ου αιώνα)[10].
Οι Έλληνες εκκλησιαστικοί Πατέρες δεν κάνουν καμία αναφορά στην περικοπή του Ιωαννείου κόμματος στα συγγράμματά τους μέχρι τον 12ο αιώνα.[11] Αυτό δεν χρησιμοποιείται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς για την προάσπιση του τριαδικού δόγματος ούτε κατά την κρίσιμη περίοδο των τριαδολογικών ερίδων[12], γεγονός που θα είχε συμβεί αν το είχαν στη διάθεση τους.
Το συγκεκριμένο αυτό απόσπασμα κειμένου ή «κόμμα»[13] δεν περιέχεται σε κανένα από τα αρχαιότερα γνωστά ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, παρά μόνο σε οχτώ πολύ μεταγενέστερα. Σε αυτά μάλιστα είναι προφανές ότι πρόκειται για μετάφραση στα Ελληνικά η οποία βασίζεται σε μια μεταγενέστερη αναθεώρηση της Λατινικής Βουλγάτας. Σε τέσσερα από τα οχτώ χειρόγραφα προστέθηκε αργότερα αυτό το κείμενο ως εναλλακτική ανάγνωση στο περιθώριο. Όλα τα ελληνικά χειρόγραφα (ή τις προσθήκες στο περιθώριο) που περιλαμβάνουν το Ιωάννειο κόμμα εμφανίζονται μετά τον 14ο αιώνα, ενώ χειρόγραφα που χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα και έπειτα το περιλαμβάνουν στη μορφή με την οποία εμφανίζεται σήμερα.
Η αρχαιότερη περίπτωση παράθεσης της προσθήκης, είναι μια λατινική πραγματεία με τίτλο Liber Apologeticus (1.4) του 4ου αιώνα που αποδίδεται στον Ισπανό επίσκοπο Πρισκιλλιανό[14] ή πιθανώς στον ακόλουθό του Επίσκοπο Ινστάντιο. Προφανώς, η επεξηγηματική αυτή ιδέα επί των εδαφίων της Επιστολής του Ιωάννη προέκυψε όταν άρχισε να δίνεται η ερμηνεία ότι η αναφορά στο νερό, το αίμα και το Πνεύμα συμβόλιζε την Τριάδα,[15] ερμηνεία η οποία πιθανώς γράφτηκε ως σημείωση στο περιθώριο του κειμένου αρχικά και στη συνέχεια, με την πάροδο του χρόνου, ενσωματώθηκε μέσα στο κυρίως κείμενο.
Κατά τον 5ο αιώνα αυτό το ερμηνευτικό απόσπασμα άρχισε να παρατίθεται από Λατίνους Πατέρες στη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία ως μέρος του κειμένου της Επιστολής, ενώ από τον 6ο αιώνα και έπειτα εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στα χειρόγραφα της Αρχαίας Λατινικής μετάφρασης και της Βουλγάτας[16]. Αυτές οι διαφορετικές μαρτυρίες περί του Ιωάννειου κόμματος διαφοροποιούνται επίσης όσον αφορά τη σειρά και την παράληψη ορισμένων λέξεών του. Στους αιώνες που ακολούθησαν οι εκδόσεις της Βουλγάτας, της επίσημης Βίβλου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, περιλάμβαναν μέχρι πρόσφατα το "κόμμα"[17].
Αναφορά σε αυτό το κείμενο εμφανίζεται για πρώτη φορά στα Ελληνικά σε μια ελληνική έκδοση των Πρακτικών της Δ΄ Λατερανής Συνόδου το 1215. Στο ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης, αυτή η εμβόλιμη φράση εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα δίγλωσσο ελληνολατινικό χειρόγραφο του 14ου αιώνα γραμμένο στην Ιταλία, το Οττοβονιανό χειρόγραφο 298 (Codex Ottobonianus, Αρ. 629), το οποίο παρουσιάζει διαφορές στη διατύπωση σε σχέση με τη μεταγενέστερη μορφή που επικράτησε ως τη σύγχρονη εποχή. Η επόμενη αναφορά που συναντάται γίνεται από έναν ελληνόγλωσσο συγγραφέα, τον Δομινικανό μοναχό Μανουήλ Καλέκα κατά τον 15ο αιώνα. Στις έντυπες εκδόσεις του ελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης το 1514 εμφανίστηκε για πρώτη φορά αυτή η εμβόλιμη προσθήκη από τον πρώτο εκδότη της ελληνικής Βίβλου, τον Καρδινάλιο Χιμένεθ (Francisco Jimenez/Ximenes de Cisneros), Αρχιεπίσκοπο του Τολέδου, σε μετάφραση από τα Λατινικά.
Σταδιακή ήταν και η εξέλιξη στην περίπτωση του Βυζαντινού Κειμένου (Byzantine/Majority Text), ενός μεγάλου συνόλου ελληνικών χειρογράφων που παράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από τον 6ο έως και τον 15ο αιώνα που εκπροσωπούν ποσοστό περίπου 40% σε σχέση προς το σύνολο των ελληνικών χειρογράφων[18]. Αυτή η μορφή κειμένου με το πέρασμα του χρόνου ενσωμάτωσε όλο και περισσότερες προσθήκες στο Βιβλικό κείμενο σε σύγκριση με τα αρχαιότερα χειρόγραφα. Στο Βυζαντινό Κείμενο, το οποίο βρίσκεται σε συμφωνία κατά 98% και πλέον με το κείμενο του Textus Receptus,[19] περιλήφθηκε τελικά το Ιωάννειο κόμμα.[20] Πρώτα κατέληξε να γίνει αποδεκτό σε όλους τους λατινόφωνους χριστιανούς ως γνήσιο χωρίο της Αγίας Γραφής και μετά τον 11ο αιώνα μεταφράστηκε στα ελληνικά (όπως βρίσκεται και στο σύγχρονο κείμενο) και εισήχθηκε στο κείμενο ελαχίστων χειρογράφων του 15ου αιώνα.[21]
Στο Κείμενο της Καινής Διαθήκης που επιμελήθηκε ο Έρασμος το 1516 και 1519 δεν περιλαμβανόταν αρχικά το Ιωάννειο κόμμα, καθώς ακολούθησε το κείμενο των διαθέσιμων αρχαιότερων ελληνικών κειμένων. Εντούτοις, στην τρίτη έκδοση του Κειμένου του το 1522 αναγκάστηκε να το συμπεριλάβει τηρώντας όρκο που είχε δώσει [22] [23].
Στο Κείμενο του Εράσμου στηρίχτηκε ο Ρομπέρ Εστιέν (Στέφανος) και περιέλαβε το «κόμμα» στην 3η έκδοση του 1550 και στο Κείμενο του Ελζεβίρ του 1633, το οποίο πρώτο χρησιμοποίησε τον όρο Textus Receptus[24] [25] [26]– αν και δεν είναι σίγουρο ποιο από τα δύο κείμενα ήταν γνωστό κατά το τέλος 16ου αιώνα με αυτό το όνομα[25]. Υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη διάδοση όταν το ενσωμάτωσαν τόσο η Κλημεντίνεια έκδοση της Βουλγάτας του 1592, η οποία υπήρξε η επίσημη Βίβλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όσο και η μετάφραση Ρενς (Rheims)[27].
Ο Λούθηρος θεώρησε το Ιωάννειο κόμμα εκτός κανόνα και ποτέ δεν το συμπεριέλαβε στη μετάφραση της Βίβλου του.[28] Το 1550 ο Γιοχάνες Μπούγκενχαγκεν το απέρριψε «για χάρη της αλήθειας». Αν και ο Τίντεϊλ το έβαλε μέσα σε αγκύλες ως αμφισβητούμενο, περιλήφθηκε στο κυρίως σώμα της Μετάφρασης του Βασιλέως Ιακώβου. Το Ιωάννειο κόμμα διαδόθηκε ευρύτερα καθώς παρεισέφρυσε σύντομα από τα χειρόγραφα στις έντυπες τυπογραφικές εκδόσεις που έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα.[29]
Ο Έρασμος, ακολουθώντας τα αρχαιότερα ελληνικά χειρόγραφα, δεν περιέλαβε το Ιωάννειο κόμμα στις δύο πρώτες εκδόσεις της Καινής Διαθήκης που επιμελήθηκε το 1516 και 1519.[30] Αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από μέρους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας καθώς η διαδεδομένη λειτουργική μετάφραση της Εκκλησίας ήταν αποκλειστικά και μόνο η Βουλγάτα[31].
Ο Έρασμος, καθώς έκανε πρόσθετη έρευνα χειρογράφων και κατέληξε στα ίδια αποτελέσματα, αποκρίθηκε ότι θα το περιλάμβανε εφόσον θα του εμφάνιζαν έστω και ένα χειρόγραφο που θα περιείχε το απόσπασμα αυτό. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι τελικά θα έκανε την εμφάνιση του ένα τέτοιο ελληνικό χειρόγραφο — προφανώς κατασκευασμένο κατά παραγγελία από πλαστογράφο [32] — για το οποίο διατήρησε επιφυλάξεις[32] [33]. Τελικά, ο Έρασμος κράτησε το λόγο του[34] και κατ' αυτόν τον τρόπο εξαναγκάστηκε στην τρίτη έκδοση του Κειμένου του το 1522 να συμπεριλάβει και το αμφισβητούμενο κείμενο.
Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, ο Ισαάκ Νεύτων, συστηματικός μελετητής της Βίβλου, ασχολήθηκε σε βάθος με το δόγμα της Τριάδας. Στο πρωτοποριακό για τη Βιβλική έρευνα έργο Ιστορική Έκθεση για Δύο Αξιοσημείωτες Παραφθορές της Γραφής (An Historical Account of Two Notable Corruptions of Scripture),[35] το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1754 —27 χρόνια μετά τον θάνατό του[36]—, ο Νεύτων εξέτασε εκτενώς όλα τα κειμενικά στοιχεία που ήταν διαθέσιμα από τις αρχαίες πηγές όσον αφορά το εδάφιο 1 Ιωάννη 5:7.[37] Με αναφορές στους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, τα ελληνικά και λατινικά χειρόγραφα και τη μαρτυρία των πρώτων Βιβλικών μεταφράσεων, ο Νεύτων απέδειξε ότι οι επίμαχες λέξεις οι οποίες παρείχαν υποστήριξη στο δόγμα της Τριάδας δεν περιέχονταν στα πρωτότυπα θεόπνευστα κείμενα των Ελληνικών Γραφών. Στη συνέχεια, ανίχνευσε την οδό μέσω της οποίας το νόθο κείμενο παρεισέφρησε στις λατινικές εκδόσεις, αρχικά ως περιθωριακή σημείωση και αργότερα μέσα στο κύριο κείμενο. Έδειξε ότι για πρώτη φορά περιλήφθηκε σε ελληνικό κείμενο το 1515 από τον Ισπανό Καρδινάλιο Χιμένεθ, στην Κομπλούτιο Πολύγλωττο με την υποστήριξη ενός μεταγενέστερου ελληνικού χειρογράφου το οποίο είχε διορθωθεί με βάση το λατινικό.[38] Ολοκληρώνοντας, ανέφερε σχετικά με την έννοια και τα συμφραζόμενα του εδαφίου: «Έτσι [δηλ. χωρίς την προσθήκη] το νόημα είναι απλό και φυσικό και το επιχείρημα πλήρες και ισχυρό· αν όμως εισάγεις τη μαρτυρία των «Τριών στον Ουρανό» το διακόπτεις και το καταστρέφεις».[39]
Στις αρχές του 18ου αιώνα, ο φημισμένος κληρικός και Βιβλικός ερμηνευτής Μάθιου Χένρι αναφέρθηκε στην ήδη υπάρχουσα τότε αμφισβήτηση της γνησιότητας του αποσπάσματος των «τριών ουράνιων μαρτύρων». Αν και ο ίδιος «δεν επιθυμούσε να συμμετάσχει στη διαμάχη», στο Σχολιολόγιό του ακολούθησε το κείμενο του Textus Receptus και ασχολήθηκε ερμηνευτικά με την περικοπή. Ανέφερε ότι «υπήρχαν κάποιες λογικές εικασίες που φαίνεται να υποστηρίζουν το παρόν κείμενο και την παρούσα διατύπωση»[40]. Εντούτοις, πέρα από τις θεολογικές προεκτάσεις, οι επισημάνσεις του σχετικά με την προέλευση του Ιωάννειου κόμματος έλαβαν σαφείς απαντήσεις κατά τους επόμενους αιώνες από την κριτική του Βιβλικού κειμένου.
Καθώς η κριτική του κειμένου της Καινής Διαθήκης έκανε σημαντική πρόοδο κατά τους πρόσφατους αιώνες, κατέστη δυνατό να μελετηθεί και να προσδιοριστεί η ιστορία αυτής της παρεμβολής στο Βιβλικό κείμενο. Αρχίζοντας με τον Καρλ Λάχμαν το 1831, το Ιωάννειο κόμμα απορρίφτηκε από τις κριτικές εκδόσεις του ελληνικού κειμένου καθώς θεωρήθηκε ως δογματική επέκταση του κειμένου στη λατινική παράδοση. Νεότερες κριτικές εκδόσεις του κειμένου της Καινής Διαθήκης, όπως των Νέστλε-Άλαντ (Nestle-Aland, Novum Testamentum Graece) και των Γουέστκοτ-Χορτ (Westcott-Hort, The New Testament in the Original Greek)[41] προώθησαν την αποκατάσταση του Βιβλικού κειμένου.
Έτσι, έγινε ευρέως αποδεκτό ότι οι αμφισβητούμενες λέξεις δεν γράφτηκαν από τον απόστολο Ιωάννη αλλά αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη στο κείμενο των χριστιανικών ελληνικών Γραφών. Ήδη από το 1790, ο Καθηγητής της Ελληνικής στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ Ρίτσαρντ Πόρσον , «έδειξε πέραν κάθε αμφιβολίας» ότι το εδάφιο σχετικά με τους «τρεις ουράνιους μάρτυρες» «δεν υπάρχει πιθανότητα να αποτελούσε μέρος του πρωτότυπου κειμένου της Επιστολής».[42] Παρόμοια, ο κριτικός κειμένου Φ. Χ. Α. Σκρίβενερ έγραψε: «Δεν πρέπει να διστάζουμε να διακηρύξουμε την πεποίθησή μας ότι οι αμφισβητούμενες λέξεις δεν γράφτηκαν από τον Άγιο Ιωάννη: ότι εισάχθηκαν αρχικά στα λατινικά αντίτυπα στην Αφρική από το περιθώριο, όπου είχαν τεθεί σαν μια ευσεβής και ορθόδοξη ερμηνεία για το εδάφιο 8: ότι από τα λατινικά γλίστρησαν μέσα σε δυο ή τρεις πρόσφατους ελληνικούς κώδικες, και στη συνέχεια στο τυπωμένο ελληνικό κείμενο, στο χώρο αυτό στον οποίο δεν είχαν κανένα δικαίωμα».[43]
Εξέχοντες θεολόγοι και Βιβλικοί λόγιοι όπως ο Άλμπερτ Μπαρνς[44] και ο Φίλιπ Σαφ[45] απέρριψαν με σαφή επιχειρήματα την αυθεντικότητα του Κόμματος. Ο Καθηγητής της Βιβλικής Κριτικής και Ερμηνευτικής Φ. Φ. Μπρους αναφέρει ότι αυτή η φράση «δεν αποτελεί μέρος του πρωτότυπου κειμένου της επιστολής».[46] Σύγχρονοι Ρωμαιοκαθολικοί, Ορθόδοξοι και Προτεστάντες θεολόγοι αναγνωρίζουν παρόμοια ότι «οι λέξεις αυτές δεν ανήκουν στην Καινή Διαθήκη».[47] Ορισμένοι μάλιστα το περιγράφουν ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εσκεμμένης αλλοίωσης του Βιβλικού κειμένου η οποία είχε θεολογικά-δογματικά κίνητρα σε όλη την χειρογραφική παράδοση της Καινής Διαθήκης.[48] Στον ελλαδικό χώρο, αν και τονίσθηκε η θεολογική σημασία του αποσπάσματος,[49] η γενικότερα αποδεκτή άποψη απορρίπτει σαφώς την αυθεντικότητα του Ιωάννειου κόμματος και υποστηρίζει ότι «παρενεβλήθη μεταγενεστέρως εν τω θεοπνεύστω κειμένω».
Ως συνέπεια των συμπερασμάτων της κριτικής του κειμένου της Καινής Διαθήκης, η πλειονότητα των Βιβλικών μεταφράσεων διεθνώς έχει αφαιρέσει εντελώς το αμφισβητούμενο κείμενο[61] ενώ άλλες το περιλαμβάνουν στο κύριο σώμα του κειμένου αλλά επεξηγούν το ζήτημα σε υποσημείωση.[62] Όχι μόνο το σύνολο των Ρωμαιοκαθολικών μελετητών, αλλά ουσιαστικά όλοι οι σύγχρονοι μελετητές έχουν αναγνωρίσει ομόφωνα ότι το Ιωάννειο κόμμα «δεν είναι ούτε γνήσιο ούτε αυθεντικό» και ότι «αποτελεί προσθήκη στα Βιβλικά χειρόγραφα».[63]
Η χρήση ή μή αυτού του παραθέματος που έχει ονομαστεί Κόμμα Ιωάννου, μέσα στο κείμενο της Κ.Δ. των διαφόρων ομολογιών, έγκειται στο γεγονός ότι όλες δεν ακολουθούν τον ίδιο τρόπο με τον οποίο βιώνουν την πίστη τους.
Το "Κόμμα Ιωάννου" σε ότι αφορά τη δογματική θεολογική προέκταση της σημασίας υπάρξεως του στην τριαδολογική πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα λέγαμε πως δεν παίζει κανένα απολύτως ρόλο. Σύμφωνα με τον δογματολόγο Χρήστο Ανδρούτσο, και χωρίς το κόμμα, είναι εύκολο να προσδιορίσει κάποιος ποια "η σχέσις των θείων προσώπων κατά την Γραφή" και παραθέτει τις σχετικές αποδείξεις μέσω χωρίων της γραφής[64]. Επίσης, σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, οι θεοφάνειες του άσαρκου Λόγου (δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας) στην Παλαιά Διαθήκη είναι η φανέρωση της Αγίας Τριάδας[65]. Είναι χαρακτηριστικό δε πως "σε κάθε φάση της πορείας στην προϊστορία και την ιστορία, είναι ο ίδιος τριαδικός Θεός που κάνει την παρουσία του...(θέση) που ενστερνίζεται εξ ολοκλήρου και η εκκλησιαστική ιστοριογραφία"[66]. Ήδη μάλιστα κάτι τέτοιο διαφαίνεται από την εποχή των απολογητών (2ος αιω.) με προεξάρχοντες τους Ιουστίνο, Θεόφιλο Αντιοχείας αλλά και μεταγενέστερους όπως τον Ωριγένη, τον Κλήμη Αλεξανδρείας, τον Ειρηναίο, τον Ιππόλυτο, το Μ. Αθανάσιο κ.α.[67].
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως κατεξοχήν εκκλησία της παραδόσεως[68] δίνει μεγάλη βαρύτητα σε αυτό που ονομάζεται Ιερά Παράδοση και "δεν είναι παρά η βίωση της Αγίας Γραφής από την Εκκλησία μέσα στη μακραίωνη ιστορία της"[69]. Από την παράδοση αυτή αποβάλλονται μόνο όσα στοιχεία "έχουν χάσει την οργανική τους σχέση με το ζωντανό σώμα του Χριστού"[70] και κατά συνέπεια, η περικοπή που ονομάστηκε "Κόμμα Ιωάννου" "εχρησιμοποιήθη...διότι μαρτυρεί την πίστιν της Εκκλησίας, ήτις έκαμε δεκτόν εις το κείμενον της το εν λόγω τμήμα και αφού το εδέχθη η Εκκλησία πρέπει να το δεχώμεθα και ημείς"[71].
Εκτός, λοιπόν, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγιγνώσκει την εν λόγω περικοπή στη Θεία Λειτουργία, μέσα από τα λειτουργικά της βιβλία[72], το "Κόμμα Ιωάννου" χρησιμοποίησαν αυτούσιο: άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε κατηχητικά-δογματικά και ερμηνευτικά τους έργα, όπως ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης[73] και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης[74], σημαντικοί ερμηνευτές όπως ο Ευθύµιος Ζιγαβηνός (11ος αιώνας)[75] και επιφανείς θεολόγοι όπως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος Σχολάριος (15ος αιώνας)[76]. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε σε Δογματικά και Συμβολικά κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας όπως είναι η Ομολογία πίστεως Μητροφάνους Κριτοπούλου (1625)[77], η οποία "διακριβοί και διαπτύσσει συστηματικώς τα ορθόδοξα δόγματα"[78] και η Ορθόδοξος Ομολογία Πέτρου Μογίλα (1638/42)[79] στην οποία "εξετίθεντο θετικώς και σαφώς τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας"[80]. Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί σε παλαιότερα έργα Ορθόδοξης Δογματικής, όπως του πρύτανη της εκκλησ. ακαδημίας του Κιέβου, αρχιμανδρίτη Αντωνίου (Δογματική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής και Ανατολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1858, σελ. 116), ένα "αξιόλογον έργον" το οποίο "εσημείωσε πλείστας εκδόσεις"[81], ενώ καί σήμερα, καθηγητές όπως ο Ιωάννης Παναγόπουλος[82] και Χρήστος Βούλγαρης[83], στις Εισαγωγές τους, χρησιμοποιούν κανονικά το "κόμμα" στις αναλύσεις του περιεχομένου της Α' Ιωάννου. Τα παραπάνω, αποτελούν γεγονός, που μαρτυρεί ότι, αν και "το Α' Ιωάν. 5,7-8...φαίνεται δεν προέρχεται, στην παρούσα του μορφή, από τον κάλαμο του ιερού συγγραφέα", εντούτοις "η ίδια η Εκκλησία...κατακύρωσε στη Γραφή της, τα μοναδικά με τόση σαφήνεια τριαδολογικά χωρία, εφόσον αυτά εξέφραζαν την πίστη της."[84].
Κατά συνέπεια, μία εκκλησία με ιστορία αιώνων και τέτοια αντίληψη για την αξία των ιερών κειμένων, δεν θα μπορούσε να εναλλάσσει το κείμενό της σύμφωνα με τις εκάστοτε ερμηνείες των επιστημόνων που πολλές φορές μεταβάλλονται σε διάστημα λίγων χρόνων. Δεν χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Εκκλησία κριτικά κείμενα αλλά λειτουργικά κείμενα. Για τους Ορθοδόξους αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς το λεγόμενο κριτικό κείμενo της Καινής Διαθήκης είναι προϊόν επιστημονικής σύνθεσης, που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ στη Λατρεία από καμία Ομολογία[85]. Εκτός όμως αυτού, το πρόβλημα έχει και άλλες παραμέτρους: η 26 έκδοση των Nestle-Aland διαφέρει από την 25η σε 700 περίπου χωρία. Με αυτό τον τρόπο, παρά την τεράστια προσπάθεια μεγάλου πλήθους ειδικών ερευνητών, δεν έχει επιτευχθεί από τότε ομοφωνία μεταξύ τους, για καλύτερο και εγκυρότερο κείμενο[86]. Αυτές οι εκατοντάδες διαφορές είναι κάτι "που καταδεικνύει την ύπαρξη υποκειμενισμού"[87].
Αλλά κι αν τα μέχρι τώρα στοιχεία της επιστήμης δείχνουν ότι το Ιωάννειο Κόμμα δεν ήταν μέρος του πρωτοτύπου, αν και για κάποιους μελετητές, υπαινιγμοί του κόμματος υπάρχουν στη Δύση από τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ., στον Τερτυλιανό (PL 2, 211C) και στον Κυπριανό (De unitate Ecclesiae VI, P.L. 4, 519B) αντίστοιχα[88], εντούτοις, αυτό περιέχει "θεολογία" που είναι "αληθής"[89] (για όσους βεβαίως πιστεύουν στην Αγία Τριάδα): ακόμη κι αν δεν μαρτυρείται από κανένα αρχαίο χειρόγραφο, το χωρίο αυτό "μαρτυρεί σαφέστατα την πίστιν της Εκκλησίας εις το τριαδικόν άμα και ενιαίον του θεού", ιδέα μάλιστα που σύμφωνα με την Ορθόδοξη ερμηνεία ενυπάρχει σε πάρα πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης[90].
Έτσι, στη χρήση κατά την εκκλησιατική λατρεία, προηγείται το κείμενο της Κ.Δ. που αναγιγνώσκεται επί αιώνες στη θεία Ευχαριστία. Κατά συνέπεια, "το κριτικό κείμενο Nestle-Aland χρησιμοποιείται στην πανεπιστημιακή διδασκαλία (Θεολογικές σχολές) και στις επιστημονικές εργασίες, ενώ το Εκκλησιαστικό (που λέγεται επίσης και Βυζαντινό) κείμενο είναι το λειτουργικό κείμενο που αναγινώσκεται στην Εκκλησία και διαδίδεται στο λαό από τις χριστιανικές κινήσεις της χώρας και από το ποιμαντικό έργο των ενοριακών ναών"[91].
Στο κείμενο της Καινής Διαθήκης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης του 1904, που αποτελεί το επίσημο κείμενο της Κ.Δ. που χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Κόμμα Ιωάννου είναι τυπωμένο, αν και με πλάγια και μικρότερου μεγέθους γράμματα. Και ενώ στον πρόλογό της έκδοσης, το "χωρίον τούτο" δηλώνεται "ως όλως αμάρτυρον", η Ιερά Σύνοδος, όπως ήταν φυσικό, επέβαλλε την παράθεσή του[92], καθώς την θεωρούσε αναγκαία[93]. Επίσης, κάποιες εκδόσεις που βασίζονται ουσιαστικά στο λεγόμενο Πατριαρχικό κείμενο, έχουν ενσωματώσει —είτε μέσα σε αγκύλες, είτε χρησιμοποιώντας διαφορετικό τύπο γραμμάτων— και επεξεργαστεί ερμηνευτικά το Ιωάννειο κόμμα.[94].
Για τον ίδιο λόγο, έγκριτοι επιστήμονες όπως οι καθηγητές ερμηνείας της Κ.Δ., των πανεπιστημίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, Πέτρος Βασιλειάδης, Ιωάννης Γαλάνης, Γεώργιος Γαλίτης και Ιωάννης Καραβιδόπουλος, διατήρησαν το Ιωάννειο Κόμμα μέσα στη μετάφρασή τους της Καινής Διαθήκης στη Νεοελληνική Γλώσσα[95] (μεταβάλλοντας έτσι προηγούμενη έκδοση του έργου τους η οποία δεν περιείχε το κόμμα). Αξιοσημείωτο είναι ότι στη νέα έκδοση του έργου δεν διατύπωσαν καμμία βεβαιότητα περί παρεμβολής ή νοθείας, αλλά απλώς αναφέρεται σε υποσημείωση (σελ. 387) ότι το τμήμα αυτό του κειμένου "δεν υπάρχει στα κυριότερα χειρόγραφα". Το ίδιο έπραξε και ο καθηγητής Αθανάσιος Δεληκωστόπουλος στη μετάφρασή του[96] όπου διατήρησε το Ιωάννειο Κόμμα χωρίς σχόλια (σελ. 625-626)[97].
Λατινικά Χειρόγραφα | |||
---|---|---|---|
Χρονολογία | Όνομα | Τόπος | Σχόλια |
7ος αιώνας | Παλίμψηστο | Καθεδρικός Ναός Λεόν | Ισπανικό |
7ος αιώνας | Απόσπασμα από τον Freisling | Ισπανικό | |
9ος αιώνας | Codex Cavensis | Ισπανικός | |
10ος αιώνας | Codex Complutensis | Ισπανικό | |
10ος αιώνας | Codex Toletanus | Ισπανικό | |
8ος-9ος αιώνας | Codex Theodulphianus | Γαλλοϊσπανικό | |
8ος-9ος αιώνας | Ορισμένα χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης Sangallense | Γαλλοϊσπανικό |
Ελληνικά Χειρόγραφα | ||||
---|---|---|---|---|
Χρονολογία | Αριθμός Χειρογράφου | Όνομα | Τόπος | Σχόλια |
14ος-15ος αιώνας | 629 | Οττοβονιανός Κώδικας (Codex Ottobonianus) | Βατικανό | Πρωτότυπο. Λατινικό κείμενο δίπλα στο ελληνικό το οποίο έχει τροποποιηθεί ώστε να συμμορφώνεται με το λατινικό. Το Κόμμα αποτελεί μετάφραση στα Ελληνικά από το λατινικό κείμενο. |
περ. 1520 | 61 | Codex Montfortianus | Δουβλίνο | Πρωτότυπο. Αναγράφει «άγιο πνεύμα» αντί απλώς «πνεύμα». Λείπουν τα οριστικά άρθρα πριν από τους τρεις μάρτυρες (πνεύμα, νερό και αίμα). |
16ος αιώνας | 918 | Εσκοριάλ (Ισπανία) | Πρωτότυπο. | |
16ος αιώνας | 110 | Codex Ravianus (επίσης ονομάζεται Berolinensis) | Νάπολη | Πρωτότυπο. |
18ος αιώνας | 2318 | Βουκουρέστι | Πρωτότυπο. Πιστεύεται ότι δέχτηκε επιδράσεις από την Κλημεντίνεια Βουλγάτα. | |
10ος αιώνας | 221 | Οξφόρδη | Περιθωριακή προσθήκη: 15ος ή 16ος αιώνας | |
11ος αιώνας | 88 | Codex Regis | Νάπολη | Περιθωριακή προσθήκη: 16ος αιώνας |
14ος αιώνας | 429 | Codex Wolfenbüttel | Βόλφενμπιτελ (Γερμανία) | Περιθωριακή προσθήκη: 16ος αιώνας |
16ος αιώνας | 636 | Νάπολη | Περιθωριακή προσθήκη: 16ος αιώνας | |
11ος αιώνας | 635 | Νάπολη | Περιθωριακή προσθήκη: 17ος αιώνας |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.