Πλοίαρχος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Remove ads
Πλοίαρχος (Π.χ.ος) είναι ο επικεφαλής του πληρώματος πλοίου.[1]
![]() |
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Remove ads
Αρμοδιότητες
Είναι ο κυβερνήτης και ο διοικητής του πλοίου, επικεφαλής της ιεραρχίας του πληρώματος με εξουσία σε κάθε πρόσωπο που επιβαίνει στο πλοίο και υπογράφει τις σχετικές συμβάσεις ναυτολόγησης του πληρώματος. Είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια και την ευταξία στο πλοίο. Προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας που εγγράφεται στο νηολόγιο του πλοίου. Ο πλοίαρχος οφείλει να κυβερνά αυτοπροσώπως το πλοίο στις επικίνδυνες περιοχές, να τηρεί τα ναυτιλιακά έγγραφα (π.χ. έγγραφα εθνικότητας, ναυτολόγιο και ημερολόγια).[2]
Remove ads
Ιεραρχία
Οι πλοίαρχοι υπηρετούν στο πολεμικό, στο εμπορικό ναυτικό αλλά και στο λιμενικό σώμα - Ωστόσο, ο βαθμός αυτός διαφοροποιείται στο πολεμικό ναυτικό από τον αντίστοιχο του εμπορικού ναυτικού. Ως βαθμός του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και Λιμενικού Σώματος, είναι ανώτερος του αντιπλοιάρχου και κατώτερος του αρχιπλοιάρχου. Είναι αντίστοιχος του συνταγματάρχη του Στρατού Ξηράς, του σμηνάρχου της Πολεμικής Αεροπορίας, του αστυνομικού διευθυντή της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυράρχου στην Πυροσβεστική.[3] Στις αγγλόφωνες χώρες καλείται Captain.
Remove ads
Ετυμολογία
Συναφείς όροι
- Καπετάνιος: Στο εμπορικό ναυτικό.
- Κυβερνήτης: Είναι ρόλος (υπηρεσία) του πολεμικού ναυτικού. Αντίστοιχη του καπετάνιου.
- Συγκυβερνήτης: Ο αντικαταστάτης πλοίαρχος.
- Καραβοκύρης: Σήμαινε "πλοίαρχος" γιατί παλαιοτέρα η ιδιότητα του πλοιοκτήτη και του πλοιάρχου συνέπιπταν: Όποιος είχε πλοίο το κυβερνούσε κιόλας. Το καραβοκύρης δε σήμαινε τον κύριο του πλοίου με την έννοια "τον έχοντα την νομικώς εννοούμενη κυριότητα". Σημαίνει τον έχοντα την φυσική εξουσία επί του πλοίου και κυρίως επί του πληρώματος. Με αυτή τη λογική και ο ναύκληρος ήταν συνώνυμος του καραβοκύρη.
- Σκίπερ: Ο κυβερνήτης ιστιοπλοϊκών σκαφών.
Remove ads
Κανόνας
Ο πλοίαρχος εγκαταλείπει τελευταίος το πλοίο καθώς έχει και το γενικό πρόσταγμα.
Διακριτικά
- Η επωμίδα του πλοίαρχου στο ελληνικό/κυπριακό πολεμικό ναυτικο
- Το διακριτικό καρπού του πλοίαρχου στο ελληνικό/κυπριακό πολεμικό ναυτικό
- Το διακριτικό καρπού του πλοίαρχου στο λιμενικό σώμα - ακτοφυλακή
- Το διακριτικό καρπού του πλοίαρχου στο εμπορικό ναυτικό
Παραπομπές
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads