πίεση
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πίεση < αρχαία ελληνική πίεσις < πιέζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pression)
Προφορά
Ουσιαστικό
πίεση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
- (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
- (ιατρική) η δύναμη με την οποία το αίμα πιέζει το τοίχωμα των φλεβών ή αρτηριών εντός των οποίων ρέει
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πιέζω
Εκφράσεις
- μου ανεβάζει την πίεση → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
Μεταφράσεις
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads