ισπανικά
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισπανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ισπανικός, στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.spa.niˈka/
Ουσιαστικό
ισπανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα
- καστιλιάνικα, καστιλλιάνικα
Μεταφράσεις
ισπανικά
|
Επίρρημα
ισπανικά
- χρησιμοποιώντας την ισπανική γλώσσα
- σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ισπανικού λαού
Μεταφράσεις
ισπανικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ισπανικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ισπανικός
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads