ἐκθλίβω

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads
Δείτε επίσης: εκθλίβω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐκθλίβω < ἐκ + θλίβω

Ρήμα

ἐκθλίβω (παθητική φωνή: ἐκθλίβομαι)

  1. (συμ)πιέζω κάτι
  2. εξωθώ
  3. αφαιρώ με πίεση τον χυμό, στείβω (φρούτα, σταφύλια κ.ά.), εκθλίβω
  4. (γραμματική) εκθλίβω, προκαλώ έκθλιψη

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads