έκθλιψη
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈek.θli.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐θλι‐ψη
Ουσιαστικό
έκθλιψη θηλυκό
- η παραγωγή χυμού από καρπούς (μήλα, ελιές, κλπ.) με τη χρήση μεγάλης πίεσης
- (γραμματική, γλωσσολογία) η αποβολή του ληκτικού φωνήεντος μιας λέξης πριν από άλλη λέξη με αρκτικό φωνήεν
Μεταφράσεις
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads