Βυζαντινή Τέχνη για την απεικόνιση Αγίων From Wikipedia, the free encyclopedia
Βυζαντινή αγιογραφία είναι η τέχνη της απεικόνισης αγίων και θρησκευτικών θεμάτων, με σκοπό να γεφυρώσει τον φυσικό με τον πνευματικό κόσμο. Η Βυζαντινή αγιογραφία είναι η φυσική εξέλιξη των πορτρέτων Φαγιούμ. Τα πορτρέτα Φαγιούμ ήταν προσωπογραφίες τις οποίες φιλοτεχνούσαν Έλληνες ζωγράφοι από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα της ύστερης ελληνιστικής παράδοσης. Πήραν την ονομασία τους από την πόλη Φαγιούμ της Αιγύπτου στην οποία ανακαλύφθηκαν τα περισσότερα από αυτά, και αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της Αρχαίας ελληνικής και της Βυζαντινής τέχνης. Σε αντίθεση με τους Ρωμαίους που είχαν ως έθιμο την καύση των νεκρών, οι Αιγύπτιοι, εξακολουθούσαν να θάβουν τους νεκρούς τους. Τα πορτρέτα Φαγιούμ ήταν προορισμένα για ταφική χρήση. Κάποια από αυτά ζωγραφίζονταν μετά τον θάνατο κάποιου, ενώ τα περισσότερα ήταν ζωγραφισμένα από πριν και έμεναν κρεμασμένα στο σπίτι μέχρι τη στιγμή που θα χρειάζονταν να τοποθετηθούν στη μούμια. Οι ζωγράφοι τα επεξεργάζονταν είτε με την τεχνική της εγκαυστικής είτε με την τεχνική της αυγοτέμπερας.
Όταν για πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους άρχισαν οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, οι γηγενείς, επειδή δεν είχαν δυνατότητα να μεταφέρουν ολόκληρες τις μούμιες ή τα οστά των προγόνων τους, αποκολλούσαν και έπαιρναν μαζί τους τα ταφικά πορτρέτα. Αυτή η κίνηση ήταν η απαρχή της δημιουργίας των φορητών εικόνων. Στην πρωτοχριστιανική περίοδο, γνωστή ως "τέχνη των κατακομβών", υπήρχε η λεγόμενη αρχαϊκή εικονογραφία. Η τεχνοτροπία στις απεικονίσεις των κατακομβών ήταν ελεύθερη και συμβολική, με μοτίβα από την ειδωλολατρική τέχνη, Σύμβολα όπως η ναύς, ο ιχθύς, η ελιά, η άγκυρα, η άμπελος κ.α. διακοσμούσαν ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Στην παλαιοχριστιανική περίοδο, μετά την παύση των διωγμών, αρχίζουν οι απεικονίσεις αγίων μορφών καθώς και παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στην περίοδο αυτή δημιουργούνται τα ψηφιδωτά μωσαϊκά καθώς και σημαντικές τοιχογραφίες με την τεχνική του Fresco.
Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας η καταδίκη των εικόνων και εν γένει των ανθρωπομορφικών παραστάσεων, ανέκοψε την πορεία της βυζαντινής ζωγραφικής. Ο εικονογραφικός κύκλος αντικαταστάθηκε με διακοσμητικά μοτίβα, ιδίως από το ζωικό και φυτικό κόσμο. Στη Σύνοδο του 843 μ.Χ. η οποία έλαβε μέρος στην Κωνσταντινούπολη την εποχή που βασίλευε η Θεοδώρα, η αναστήλωση των εικόνων αποκαταστάθηκε. Αυτό επέφερε ουσιαστική μεταβολή σε όλη τη βυζαντινή τέχνη. Στην περίοδο των Μακεδόνων και Κομνηνών (867-1204 μ.Χ.) η βυζαντινή αγιογραφία αναγεννάται. Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος παίρνει απόφαση στο εξής να αναλαμβάνει και να κατευθύνει η Εκκλησία τον διάκοσμο των ναών. Στα εικονογραφικά θρησκευτικά θέματα επιβάλλεται πλέον μια ιεραρχική τάξη. Έτσι, δημιουργούνται τρεις εικονογραφικοί κύκλοι: ο δογματικός, ο λειτουργικός και ο ιστορικός (εορταστικός), σε αντίθεση με τη δυτική θρησκευτική εικονογραφία η οποία είναι αναπαριστατική και ιστορική. Τα θέματα της αγιογράφησης ιστορούνται πλέον με καθορισμένο εικονογραφικό κύκλο στο ναό, κάτι το οποίο θα αποβεί κανόνας στη βυζαντινή αγιογραφία.
Οι εικόνες ενός ναού, ανάλογα με τη σημασία και το θέμα τους, τοποθετούνται στα κάτωθι σημεία: Στον νάρθηκα (δογματικός κύκλος) μέσω του οποίου μπαίνουμε στον κυρίως ναό, βρίσκεται ο Χριστός ο οποίος κρατά ανοιχτό το Ευαγγέλιο και ευλογεί. Στον τρούλο κυριαρχεί ο Χριστός-Παντοκράτορας τον οποίο περιβάλλουν προφήτες και άγγελοι ή η Θεοτόκος και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Οι τέσσερις Ευαγγελιστές εμφανίζονται στα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα που στηρίζουν το θόλο. Στην κόγχη του Ιερού, που ενώνει την οροφή με το δάπεδο, εικονίζεται η Θεοτόκος, γιατί ένωσε τον ουρανό με τη γη. Στον λειτουργικό κύκλο, εντάσσονται οι εικόνες του Ιερού Βήματος. Η θέση αυτών των εικόνων είναι κάτω από την Πλατυτέρα και περιλαμβάνουν παραστάσεις των Αποστόλων. Πιο κάτω εικονίζονται οι Ιεράρχες και οι Διάκονοι. Στο αριστερό μέρος του ιερού εμφανίζεται ο Χριστός Πάσχων με τα σύμβολα του Πάθους (σταυρός και λόγχη) ενώ στο δεξί μέρος του ιερού εικονίζονται άγγελοι, προφήτες ή παραστάσεις από την Παλαιά Διαθήκη και από τις εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάσταση. Στον ιστορικό ή εορταστικό κύκλο ο οποίος είναι οι τέσσερις καμάρες, οι πλάγιοι τοίχοι και ο νάρθηκας του σταυροειδούς βυζαντινού ναού, τα θέματα είναι 12, παρμένα από το Δωδεκάορτο και είναι συνήθως σκηνές από τη Γέννηση μέχρι την Ανάληψη του Χριστού καθώς και εικόνες αγίων.
Η πρώτη απεικόνιση Θείου προσώπου ανάγεται στον ίδιο το Χριστό. Όταν ο βασιλιάς της Μεσοποταμίας Άβγαρος, που έπασχε από ανίατη ασθένεια (πιθανότατα λέπρα), έστειλε επιστολή με κάποιον Ανανία, αρχειοφύλακά του και ζωγράφο[1] προσκαλώντας τον Ιησού να μεταβεί στη Μεσοποταμία και να τον θεραπεύσει, εκείνος, πήρε ένα μανδήλιο και σκούπισε τον ιδρώτα του προσώπου του. Το πρόσωπο του Χριστού αποτυπώθηκε θαυματουργικά στο ιερό μανδήλιο, το οποίο έστειλε στον Άβγαρο για να τον θεραπεύσει. Αυτή λέγεται πως είναι η πρώτη αχειροποίητος εικόνα του Χριστού η οποία επιγράφεται: Άγιο Μανδήλιο.
Η αγιογραφία παίζει ρόλο γέφυρας ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θείο. Χωρίς απεικονίσεις του Χριστού και των Αγίων είναι αδύνατο για τον πιστό να πλησιάσει αυτά τα πρόσωπα. Στην απεικόνιση των θρησκευτικών θεμάτων έχουν θεσπιστεί ορισμένοι κανόνες. Είναι απαραίτητο οι ζωγράφοι να αποδίδουν με πιστότητα τα χαρακτηριστικά των αγίων προσώπων, όπως έχουν παραδοθεί είτε από παλαιότερα γραπτά κείμενα είτε από διάφορα εικαστικά μέσα τα οποία ονομάζονται "αρχέτυπα". Έτσι βλέπουμε να επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες ένας αυστηρά καθορισμένος τύπος για κάθε ιερό πρόσωπο.
Επίσης, είναι απαραίτητο οι μορφές να αποπνέουν πνευματικότητα. Οι άγιοι εικονίζονται αυστηροί αλλά επιεικείς, ουδέποτε χαμογελαστοί και ουδέποτε με κοσμική έκφραση. Στη Βυζαντινή αγιογραφία, αναπαρίστανται κυρίως περιστατικά από την Παλαιά Διαθήκη, το Ευαγγέλιο και τους βίους των αγίων. Το χρυσό φόντο που χρησιμοποιείται στις εικόνες, δημιουργεί την εντύπωση ενός υπερβατικού κόσμου, ο οποίος απομονώνει τη μορφή από το γήινο περιβάλλον.
Οι ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν ότι η τέχνη της αγιογραφίας έχει δεχτεί επιδράσεις από:
Ο ανατολικός και ο ελληνιστικός είναι οι δύο μεγάλοι κλάδοι οι οποίοι επέδρασαν καταλυτικά στη δημιουργία της βυζαντινής αγιογραφίας. Αναλυτικότερα, ο Μ. Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του πέτυχαν μια δημιουργική σύζευξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης με την ήδη υπάρχουσα ανατολική. Καρπός της σύζευξης είναι η ελληνιστική τέχνη. Ερχόμενος ο Χριστιανισμός, επέδρασε επί της ελληνιστικής τέχνης και έτσι διαμορφώθηκε η ορθόδοξη ζωγραφική. Βέβαια ο χαρακτήρας της εικονογραφίας βρήκε την πλήρη διαμόρφωσή του στο Βυζάντιο, όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε το κέντρο του Βυζαντινού κράτους. Εκεί έγινε ένα είδος μείξης ανατολικών και ελληνιστικών καλλιτεχνικών στοιχείων και δόθηκε ο τελικός χαρακτήρας της βυζαντινής εικονογραφίας. Στην περίοδο αυτή αναμειγνύονται στοιχεία αρχαία και νέα και εναρμονίζεται η παράδοση με τη σύγχρονη τέχνη. Εισέρχονται νέοι χαρακτήρες στη βυζαντινή αγιογραφία. Αποστεωμένες (λόγω της αυστηρής νηστείας) μορφές, αμυγδαλοειδείς οφθαλμοί κ.λ.π. Επίσης γίνεται επιστροφή στην αλεξανδρινή παράδοση. Φυσιογνωμίες αγγέλων και αγίων στα ψηφιδωτά θυμίζουν μορφές του ελληνιστικού κόσμου. Στάσεις και κινήσεις των εικονιζομένων αγίων δανείζονται ενδύματα και εκφράσεις με πρότυπα τα γλυπτά της ελληνικής αρχαιότητας. Η πλήρης ωριμότητα της βυζαντινής αγιογραφίας έρχεται κατά την εποχή των Κομνηνών (1081-1185). Η εποχή των Παλαιολόγων (1261-1453) θεωρείται ο χρυσός αιώνας της αγιογραφίας. Η αγιογραφία γίνεται πιο αφηγηματική, η τέχνη επιδιώκει πλέον να αγγίξει το συναίσθημα. Ο Γάλλος μελετητής G. Millet διαχωρίζει τη βυζαντινή εικονογραφία της εποχής των Παλαιολόγων σε δύο Σχολές: τη «Μακεδονική» και την «Κρητική». Πρόκειται για δύο διαφορετικά ρεύματα, δύο διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης της βυζαντινής αγιογραφίας.
Η Μακεδονική Σχολή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, άνθισε κυρίως στη Μακεδονία μεταξύ του 11ου και 13ου αιώνα, με κέντρο τη Θεσσαλονίκη και πέρασε και στη Σερβία. Η τεχνοτροπία αυτή χαρακτηρίζεται από έντονα χρώματα με πλατιά σαρκώματα και φωτίσματα, τα δε ισκιωμένα μέρη είναι μικρότερης έκτασης και δεν χωρίζονται απότομα από το φως. Ο προπλασμός είναι φτιαγμένος από ανοιχτόχρωμη ωμή σιέννα ή υποπράσινος. Τα σώματα διαγράφονται κάτω από τα ενδύματα. Η πτυχολογία είναι πλούσια και διακοσμείται με θεαματική λεπτομέρεια, ενώ παρατηρούνται ένταση, κίνηση, ελευθερία, πλούσια χρώματα και έντονη έκφραση της ψυχολογικής καταστάσεως των εικονιζομένων προσώπων. Το πρόσωπο και τα ενδύματα είναι πλατιά φωτισμένα, γι' αυτό και την ονομάζουν «πλατιά τεχνοτροπία». Υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η τέχνη αυτή υπήρξε ιδιαίτερα συμπαθής στους λογίους, στις μορφωμένες τάξεις και τους αυλικούς. Κύριοι εκφραστές της υπήρξαν ο Μανουήλ Πανσέληνος (ο οποίος αγιογράφησε το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου Θεσσαλονίκης και το ναό του Πρωτάτου), ο Μιχαήλ Αστραπάς και ο αδελφός του Ευτύχιος, που αγιογράφησαν στη Σερβία, ο Γεώργιος Καλλιέργης κ.α.
Τέλη του 14ου αιώνα, από τη Βασιλεύουσα, η τέχνη πέρασε στον Μυστρά. Η γνήσια Κρητική Σχολή διαμορφώθηκε στην Κρήτη -εξού και η ονομασία της- μετά το γεγονός τη πτώσης του Βυζαντίου τον ΙΕ' αιώνα και αρχές του ΙΣΤ' αιώνα. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι οι σκοτεινότεροι προπλασμοί, κυρίως στα πρόσωπα, όπου χρησιμοποιείται το καφέ και όχι το πράσινο χρώμα της μακεδονικής σχολής. Σε αυτή την τεχνοτροπία, τα σαρκώματα δεν είναι πολύ φωτεινότερα από τον προπλασμό, στενά και λίγα, τα δε ισκιωμένα μέρη περιβάλλουν και "κλείνουν" τα σαρκώματα. Για αυτό τον λόγο ονομάζεται "στενή" τεχνοτροπία. Η Σχολή αυτή παραμένει περισσότερο πιστή στον βυζαντινό ιδεαλισμό. Είναι τέχνη συντηρητική, με χαρακτηριστικά τις συγκρατημένες κινήσεις, τη λιτότητα, την ευγένεια των προσώπων και γενικά την προσήλωση στη βυζαντινή παράδοση, με μυστικό και ασκητικό χαρακτήρα. Το φως είναι πλέον λιγοστό και μοιάζει να πηγάζει από κάποιο βάθος, στοιχείο που υποβάλλει στο θεατή βαθιά κατάνυξη. Η κρητική τεχνοτροπία θεωρήθηκε ως η τέχνη των μοναχών. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της τεχνοτροπίας είναι ο Θεοφάνης ο Κρης, ο οποίος αγιογράφησε στα Μετέωρα και στο Άγιο Όρος. Γνωστός για την ιστόρηση του καθολικού της Μονής Διονυσίου είναι και ο Τζώρζης (1547 μ.Χ.) Την περίοδο αυτή αγιογραφεί και ο Φράγκος Κατελάνος με τον αδερφό του Γεώργιο, οι οποίοι όμως άρχισαν να προσλαμβάνουν στην αγιογράφησή τους ξένα και δυτικά στοιχεία. Τέλος του ΙΣΤ' αιώνα και όλον τον ΙΖ' παρατηρείται μεγάλη ακμή των φορητών κρητικών εικόνων, με κυριότερους εκπροσώπους τους: Μιχαήλ Δαμασκηνό, Τζάνε, Λαμπάρδο, Βίκτωρα, Πουλάκη, Μόσκο κ.α., οι οποίοι, όμως, δέχονται, σε μεγάλο βαθμό, στοιχεία από τη δυτική ακμάζουσα τέχνη. Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά (περίπου το 1700 μ.Χ.) προσπάθησε να επαναφέρει τη βυζαντινή τέχνη, αλλά η προσπάθειά του δεν έφερε καρπούς, διότι το ρεύμα πλέον οδηγούσε στη Δύση. Ακόμη και στο Άγιο Όρος αγιογραφούσαν με τη δυτική τεχνοτροπία. Τον 18ο και 19ο αιώνα άνθισε η λαϊκή τέχνη, με τα χαρακτηριστικά της να εκφράζουν το πνεύμα της εποχής, δηλαδή τον πόθο για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Κυριότεροι εκφραστές της είναι ο Θεόφιλος, ο Γεώργιος Μάρκου, ο Ζωγράφου κ.α. Οι μορφές απεικονίζονται με απλά σχήματα, τα χρώματα είναι πιο σκοτεινά και γενικά η ποιότητα είναι υποδεέστερη των προηγούμενων αιώνων. Την εποχή αυτή, η βυζαντινή ζωγραφική σχεδόν εξαφανίστηκε και επικράτησε η ζωγραφική της Δύσης μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Το 1940-1950 αγιογράφος Φώτης Κόντογλου κατάφερε να ξαναφέρει στο φως την τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας.
Η βυζαντινή αγιογραφία περιλαμβάνει τη φορητή εικόνα, την τοιχογραφία, το ψηφιδωτό και τη μικρογραφία που κοσμεί χειρόγραφους κώδικες και βιβλία. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες χρησιμοποιήθηκαν κυρίως κηρόχυτες και εγκαυστικές φορητές εικόνες και ψηφιδωτά.
Τα ψηφιδωτά, μέχρι την Εικονομαχία, κυριαρχούσαν στην ιστόρηση των ιερών ναών, επειδή οι μικροσκοπικές ψηφίδες από χρωματισμένη υαλόμαζα, στην αντανάκλαση του φωτός, με τα ζωηρά και λαμπερά χρώματά τους, δημιουργούσαν υπερβατική ατμόσφαιρα.Σπουδαία υπήρξε στο Βυζάντιο και η τεχνική του σμάλτου κατά την οποία η εκτέλεση της εικόνας γινόταν πάνω σε μεταλλική επιφάνεια. Με λεπτά σύρματα σχημάτιζαν τα περιγράμματα των μορφών και μεταξύ των συρμάτων έχυναν τα χρώματα του σμάλτου.
Σταδιακά, η τεχνική του σμάλτου υποχωρεί και αυξάνεται η χρήση της φορητής εικόνας και της τοιχογραφίας, είτε με τη μορφή υδατογραφίας (φρέσκο) είτε με τη μορφή της ξηρογραφίας. Οι φορητές εικόνες εκτελούνται συνήθως πάνω σε ξύλο ενώ τα χρώματα διαλύονται σε κρόκο αυγού και ξύδι. Στις παλαιοχριστιανικές εικόνες συναντούμε την εγκαυστική τεχνική, η οποία κυρίως αναπτύχθηκε τον 6ο αι. μ.Χ. Στην τεχνική αυτή έχουμε ανάμειξη των χρωμάτων με κερί και θέρμανση του υλικού με πυρακτωμένο σίδηρο (κέστρο). Όταν δεν χρησιμοποιείται το πυρακτωμένο σίδηρο, αλλά απλώνεται το χρωματισμένο κερί πάνω στο ξύλο, έχουμε τις λεγόμενες κηρόχυτες εικόνες.
Πριν ζωγραφιστεί η εικόνα, επιλέγεται το ξύλο επάνω στο οποίο θα ζωγραφιστεί. Συνήθως είναι από κυπαρίσσι, καρυδιά, πεύκο ή τριανταφυλλιά. Έως περίπου την Εικονομαχία (τον 8ο αιώνα) οι εικόνες κατασκευάζονταν με την τεχνική της εγκαυστικής ή κηρόχυτης τεχνικής. Από τον 9ο αιώνα όμως, η βασική τεχνική στη ζωγραφική της εικόνας είναι η αυγοτέμπερα, όπου τα χρώματα διαλύονται με κρόκο αυγού και ξίδι, το οποίο εμποδίζει την ανάπτυξη μούχλας.
Επάνω στο ξύλο επικολλάται πανί. Κατόπιν η επιφάνεια προετοιμάζεται με στόκο ή γύψο και κόλλα.Όταν η επιφάνεια στεγνώσει ο ζωγράφος σχεδιάζει με αραιό χρώμα αυγού την παράσταση. Εν συνεχεία, γίνεται το χρύσωμα του κάμπου με φύλλα χρυσού, που κολλάνε με αμπόλι, μια ειδική κόλλα συνήθως κόκκινου χρώματος. Ακολουθεί ο προπλασμός, πάνω στον οποίο απλώνεται το σάρκωμα, τα φωτίσματα (αυγές, λάμψεις, ψιμύθια) καθώς και οι ρόδινες ανταύγειες (γλυκασμοί). Στο τέλος η επιφάνεια περνιέται με βερνίκι το οποίο προστατεύει και δίνει στιλπνότητα στα χρώματα. Στην παρασκευή βερνικιού, παραδοσιακά χρησιμοποιήθηκε ρετσίνι πεύκου, σανδαράχη, μαστίχα, κόμμι αμυγδαλιάς, κολοφώνιο, μέλι, ρακί, οινόπνευμα και κερί μέλισσας. Σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως βιομηχανοποιημένα βερνίκια.
Εφαρμόζεται σε ξύλο ή λινό ύφασμα με τη βοήθεια ζεστού κεριού μέλισσας, ανάμεικτο με ρητίνες, (π.χ. μαστίχη Χίου) συνδυασμένα με χρώματα σε σκόνη. Χρησιμοποιούνται τρία βασικά εργαλεία (καυτήριο, κέστρο, πινέλο). Τα βασικά παραδοσιακά χρώματα ήταν το λευκό, η κίτρινη ώχρα, η κόκκινη γαία και το μαύρο. Υπάρχουν και άλλες συνταγές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, κάποιες από τις οποίες περιλαμβάνουν και άλλα είδη κεριού, ρητίνη Δαμάρεως, λινέλαιο ή άλλα συστατικά.[2]
Πάνω στο ξύλο απλώνεται ένα στρώμα κηρομαστίχης, όπου εμφυτεύονται οι υαλοψηφίδες. Η τεχνική της ψηφιδογραφίας είναι ιδιαιτέρως δαπανηρή και απαιτεί εξαιρετική ειδίκευση. Εξαιρετικά δείγματα βυζαντινής ψηφιδογραφίας έχουν βρεθεί στη Ραβέννα της Ιταλίας.[3]
Η βυζαντινή αγιογράφηση επί τοίχου (εφ'υγροίς, νωπογραφία ή φρέσκο) προέρχεται από αρχαία τεχνικἠ κατά την οποία οι παραστάσεις ζωγραφίζονταν επάνω σε φρεσκοσοβατισμένο τοίχο με ασβεστοχρώματα. Τοιχογραφίες με γενικά θέματα έχουν βρεθεί στην Αίγυπτο[4], στις Κατακόμβες της Ρώμης[5], Πομπηία,[6], στη Θήρα,[7],στο Ανάκτορο της Κνωσού[8] κ.ά. Έως τον 2ο αιώνα τα θέματα των τοιχογραφιών ήταν διακοσμητικά. Από εκεί και μετά αρχίζουν να αναπτύσσονται τα θρησκευτικά θέματα.[9].
Περιλαμβάνει 3 στάδια:
Αφού βραχεί ο τοίχος περνιούνται τρία χέρια σοβά από τα ψηλότερα σημεία προς τα κάτω. Ο σοβάς αποτελείται από λεπτόκοκκη ποταμίσια άμμο, καλά σβησμένο ασβέστη και νερό. Πολλές φορές ο ασβέστης ανακατεύεται με μαλλί ζώου ή άχυρο για καλύτερη συνοχή. Η τελευταία στρώση του σοβά πατιέται καλά για να φύγει η υγρασία και να γίνει λεία η επιφάνεια.
τοποθετεί το ανθίβολο στη επιφάνεια, ρίχνει επάνω στο χαρτί τριμμένο κάρβουνο και τελευταία, αφαιρεί το χαρτί. Το κάρβουνο περνά από τις τρύπες του ανθιβόλου και αφήνει αποτυπώματα στον υγρό σοβά. Στη συνέχεια, με κοκκινωπό ή καστανό χρώμα σχεδιάζει τα περιγράμματα επάνω στο σοβά. Τα χρώματα τα οποία χρησιμοποιούνται στην τοιχογραφία είναι σε σκόνες. Κυριαρχεί το κόκκινο, το μαύρο, το κίτρινο, το κυανό, το αιγυπτιακό μπλε, το λευκό του ασβέστη, οι σιέννες, οι όμπρες καθώς και η ώχρα. Στην εποχή μας η τεχνική του φρέσκο πολλές φορές αντικαθίσταται με τη ζωγραφική επάνω σε μουσαμά και την επικόλλησή του στα τοιχώματα της εκκλησίας.
Τα μικρότερα έργα ζωγραφικής και αγιογράφησης που έχουν γίνει σε παλαιά κείμενα και θρησκευτικά βιβλία με σκοπό να τα καταστήσουν και οπτικά εύληπτα, ονομάζονται μικρογραφίες. Οι Βυζαντινοί έγραφαν τα πρώτα κείμενά τους σε φύλλα παπύρου. Μέχρι την ανακάλυψη της τυπογραφίας η έκδοση θρησκευτικών καθώς και άλλων βιβλίων γινόταν στο χέρι. Στα μοναστήρια και στο παλάτι στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχαν ειδικοί χώροι, τα scriptoria, όπου γραφείς μοναχοί, κληρικοί και λαϊκοί αντέγραφαν και διακοσμούσαν τα χειρόγραφα.
Στο Βυζάντιο η τέχνη της μικρογραφίας είχε μια σχετική αυτοτέλεια στο ύφος και έναν κύκλο θεμάτων πολύ ευρύτερο από εκείνον της ζωγραφικής των εικόνων και των τοιχογραφιών. Η ελευθερία αυτή στο ύφος και στην επιλογή των θεμάτων συναντάται ιδίως στις μικρογραφίες που κοσμούν κώδικες με κοσμικό περιεχόμενο π.χ. ιστορικές συγγραφές, ομιλίες Πατέρων της Εκκλησίας, βίοι αγίων κ.ά. Πιο συντηρητικό χαρακτήρα έχουν οι μικρογραφίες των λειτουργικών βιβλίων π.χ. Ευαγγελίων στα οποία συνήθως συναντώνται τα πορτρέτα των τεσσάρων Ευαγγελιστών.
Όσο αφορά στην τεχνοτροπία, κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, διαμορφώθηκαν δύο σχολές: της Αλεξάνδρειας, η οποία συνέχισε την κλασικίζουσα ζωγραφική των ελληνορωμαϊκών χρόνων, και της Αντιόχειας, με στοιχεία ανατολικής (συριακής και κυρίως περσικής) προέλευσης. Και οι δύο αυτές τάσεις συγχωνεύθηκαν στη λεγόμενη σχολή της Κωνσταντινούπολης. [10].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.