Επαναπροώθηση προσφύγων
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η επαναπροώθηση[1], (αγγλικά: pushback) στην μελέτη της μετανάστευσης είναι ο όρος ο οποίος αναφέρεται «σε ένα σύνολο κρατικών μέτρων κατά τα οποία οι πρόσφυγες και οι μετανάστες απωθούνται προς τα σύνορα της χώρας από την οποία προήλθαν – γενικά αμέσως μετά τη διέλευσή τους– χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ατομικές τους συνθήκες, δηλαδή οι λόγοι που τους ανάγκασαν να φύγουν και χωρίς καμία δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για άσυλο».[2] Προφανώς, οι επαναπροωθήσεις παραβιάζουν την απαγόρευση της συλλογικής απέλασης αλλοδαπών, όπως κωδικοποιείται στο Πρωτόκολλο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Οι επαναπροωθήσεις παραβιάζουν την απαγόρευση των μαζικών απελάσεων, η οποία είναι απαγορευμένη πρακτική σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.[2] [1] Η επαναπροώθηση έρχεται σε αντίθεση με την λεγόμενη "απόσυρση" των μεταναστών (pullback), μια μορφή εξωεδαφικού ελέγχου της μετανάστευσης. Στη λεγόμενη "απόσυρση", μια χώρα, η οποία θέλει να αποτρέψει τους αιτούντες άσυλο να έρθουν στο έδαφός της, συνεργάζεται με μια τρίτη χώρα ώστε η τρίτη χώρα να τους αποτρέψει από το να φύγουν.[3] [4]