Λέμφωμα Hodgkin
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το λέμφωμα του Χότζκιν[1] (αγγλ. Hodgkin's lymphoma), παλαιότερο γνωστό ως νόσος του Χότζκιν, είναι σοβαρή ασθένεια του λεμφικού συστήματος, που προκαλεί καρκίνο σε όλο το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού. Προσβάλλει όλες τις ηλικίες, κυρίως όμως μεταξύ 20-40 ετών, καθώς και μεγαλύτερους των 55 ετών.
Νόσος Χότζκιν (Hodgkin) | |
---|---|
Βιοψία λεμφαδένων που εμφανίζουν λέμφωμα Χότζκιν, υπότυπος μικτής κυτταρικότητας | |
Ειδικότητα | ογκολογία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | C81 |
ICD-9 | 201 |
ICD-O | 9650/3-9667/3 |
DiseasesDB | 5973 |
MedlinePlus | 000580 |
eMedicine | med/1022 |
MeSH | D006689 |
Ο καρκίνος αυτός έλαβε αυτή την ονομασία από τον σημαντικό Βρετανό γιατρό, δρ. Τόμας Χότζκιν, που πρώτος περιέγραψε ανωμαλίες στο λεμφικό σύστημα, το 1832.[2][3]
Το λέμφωμα του Χότζκιν χαρακτηρίζεται από την ομαλή εξάπλωση της νόσου από μία ομάδα λεμφαδένων στην άλλη και από την ανάπτυξη συστηματικών συμπτωμάτων με προχωρημένη νόσο. Όταν τα κύτταρα Χότζκιν εξετάζονται μικροσκοπικά, πολυπύρηνα κύτταρα Ρηντ-Στέρνμπεργκ (ή κύτταρα Reed-Sternberg, συντ. RS κύτταρα) αποτελούν το χαρακτηριστικό ιστοπαθολογικό εύρημα.
Το λέμφωμα Χότζκιν μπορεί να υποστεί κατεργασία με θεραπεία ακτινοβολίας, χημειοθεραπεία ή μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων, με την επιλογή της θεραπείας ανάλογα με την ηλικία και το φύλο του ασθενούς και το στάδιο, όγκο, και ιστολογικό υπότυπο της νόσου. Η εμφάνιση της νόσου εμφανίζει δύο κορυφές: η πρώτη στην αρχή της ενηλικίωσης (15-35 ετών) και η δεύτερη σε άτομα άνω των 55 ετών.[4]
Η συνολική 5ετής επιβίωση για το 2001-2007 από 17 SEER γεωγραφικές περιοχές ήταν 83,9%.[5] Δεδομένου ότι πολλοί ασθενείς είναι νέοι, συχνά ζουν 40 χρόνια ή περισσότερο μετά τη θεραπεία. Ωστόσο, λίγες μελέτες ακολουθούν τους ασθενείς για διάστημα 25 ετών, και οι μελέτες αυτές έχουν παλαιότερες θεραπείες με περισσότερο απειλητικές για τη ζωή παρενέργειες. Δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα στοιχεία για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των νεότερων θεραπειών, λιγότερο τοξικά σχήματα και αυτές που περιορίζουν την έκθεση σε ακτινοβολία. Θεραπείες ακτινοβολίας, καθώς και ορισμένα φάρμακα χημειοθεραπείας, θέτουν τον κίνδυνο της πρόκλησης δυνητικά θανατηφόρων δευτερευουσών μορφών καρκίνου, καρδιακών παθήσεων και πνευμονικής νόσου 40 ή περισσότερα χρόνια αργότερα. Σύγχρονες θεραπείες ελαχιστοποιούν σημαντικά τις πιθανότητες αυτών των καθυστερημένων επιπτώσεων.[6]
Ασθενείς με ιστορικό λοιμώδους μονοπυρήνωσης εξαιτίας του ιού Έπσταϊν-Μπαρ (Epstein-Barr) μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης λεμφώματος Χότζκιν (ΛΧ), αλλά η ακριβής συμβολή του ιού Έπσταϊν-Μπαρ παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη.[7]