Ρωμαϊκή Ιβηρία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος Ρωμαϊκή Ιβηρία αναφέρεται στην εποχή κατά την οποία η Ιβηρική χερσόνησος ήταν κάτω από την εξουσία αρχικά της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας κι έπειτα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μια περίοδο που ξεκινάει με την απόβαση των Ρωμαίων στο Εμπόριον το 218 π.Χ. στα πλαίσια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου και τερματίζεται τον 5ο μ.Χ. αιώνα με την επιβολή της βησιγοτθικής εξουσίας. Στα λατινικά η Ιβηρική χερσόνησος και κυρίως η ρωμαϊκή σφαίρα επιρροής αναφέρεται ως Hispania, όρος που προήλθε από το φοινικικό όνομα της χερσονήσου. Για τους Αρχαίους Έλληνες ο αντίστοιχος όρος ήταν ο όρος Ιβηρία. Τόσο ο Στράβωνας[1] όσο και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος[2] αναφέρονται στη συνωνυμία των όρων Hispania και Ιβηρία, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως ο δεύτερος είναι ο ελληνικός.
Κατά τη διάρκεια των επτά αιώνων της ρωμαϊκής παρουσίας στην Ιβηρία, οι ιθαγενείς πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές υπέφεραν μια μη αντιστρέψιμη μεταβολή τους που μετέτρεψε το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου στην επικράτεια με το μεγαλύτερο ποσοστό εκρωμαϊσμού στη Μεσόγειο. Οι τοπικές εθνότητες, Ίβηρες, Λουσιτανοί ή Κελτίβηρες δεν άντεξαν την πολιτισμική επέκταση των Λατίνων και φέρονται να αφομοιώθηκαν ήδη από τον 1ο μ.Χ. αιώνα.
Η σημασία της Ιβηρίας για τους Ρωμαίους, ιδιαίτερα μετά την πλήρη κατάκτησή της από τον αυτοκράτορα Οκταβιανό το 27 π.Χ. έγκειτο στον ιδιαίτερο πλούτο της χώρας, τόσο σε ανθρώπους όσο και σε αγαθά. Σταδιακά οι Ρωμαίοι ίδρυσαν πλήθος αποικιών, που στην πλειοψηφία τους πήραν την θέση ήδη υπάρχοντων αστικών πυρήνων. Οι σημαντικότερες πόλεις της ανέδειξαν μεγάλους άνδρες όπως ο φιλόσοφος Σενέκας και οι αυτοκράτορες Αδριανός, Τραϊανός και Θεοδώσιος