From Wikipedia, the free encyclopedia
Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1920 με πειραματικές προσπάθειες μικρής κλίμακας από ιδιώτες και δημόσιους φορείς. Ο επίσημος φορέας συστήθηκε το 1938 και χρησιμοποιήθηκε για την προπαγάνδα του μεταξικού καθεστώτος. Γρήγορα έγινε δημοφιλές μέσο, ειδικά κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Ιταλία και της τριπλής κατοχής. Μεταπολεμικά το ραδιόφωνο επεκτάθηκε και παρήγαγε ποιοτικό και μορφωτικό πρόγραμμα με απήχηση στο ευρύ κοινό, αλλά βρισκόταν υπό στενό κρατικό έλεγχο.
Η εμφάνιση της τηλεόρασης τη δεκαετία του 1960 και η επικράτησή της δεν επηρέασαν σημαντικά τη σχέση του κοινού μαζί του. Το 1987, αφού νωρίτερα είχε εμφανιστεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός παράνομων («πειρατικών») σταθμών, επιτράπηκε η ίδρυση δημοτικών ή ιδιωτικών, δηλαδή μη κρατικών, σταθμών φέρνοντας πληθώρα ενημερωτικών και ψυχαγωγικών διαύλων σε όλη τη χώρα. Σταδιακά οι ιδιωτικοί επικράτησαν των κρατικών σταθμών, αν και οι τελευταίοι ανέκαμψαν μετά το 2000. Λόγω, τέλος, της οικονομικής κρίσης πολλοί σταθμοί έχουν περιορίσει το πρόγραμμά τους ή έχουν κλείσει.
Το ραδιόφωνο είχε έντονα πολιτικές χρήσεις από τις προπολεμικές[1] και τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, ωστόσο έγινε ένα λαϊκό, ψυχαγωγικό μέσο που προσέλκυσε σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος, οι οποίοι παρήγαν ποιοτικό πρόγραμμα. Με την απελευθέρωση στη δεκαετία του 1980, το πρόγραμμα έγινε –και σε μεγάλο βαθμό παραμένει μέχρι και σήμερα– εμπορικό, ενώ άρχισαν να εμφανίζονται και να επικρατούν αυτοματισμοί (playlist, λίστα αναπαραγωγής) που επικρίνονται για τη μονομέρεια του περιεχομένου. Απήχηση, ακόμη, έχουν τα αθλητικά ραδιόφωνα. Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες ρύθμισης, το τοπίο παραμένει σε μεγάλο βαθμό άναρχο· σε όλη τη χώρα υπάρχουν πολλές εκατοντάδες σταθμοί. Σε σύγκριση με την τηλεόραση και τον γραπτό τύπο, το ραδιόφωνο συγκέντρωνε μικρότερο μερίδιο διαφημιστικής δαπάνης, γεγονός που προκαλεί σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση σημαντικά προβλήματα βιωσιμότητας σε σταθμούς στην Αθήνα και την περιφέρεια.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 καταγράφονται σε δυτικές χώρες οι πρώτοι πειραματισμοί με ραδιοφωνικές εκπομπές, αρκετά χρόνια μετά τη χρήση ασυρμάτου για στρατιωτικούς σκοπούς. Σύντομα άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη σταθμοί και σε άλλες χώρες με κανονικό πρόγραμμα και περιεχόμενο. Στην Ελλάδα τα πρώτα πειράματα ραδιοφωνίας έγιναν το 1922 από τον καθηγητή Φυσικής του ΕΚΠΑ Κώστα Πετρόπουλο, ο οποίος προσπάθησε να προπαγανδίσει το νέο μέσο στον τύπο,[2] το 1923 από το πολεμικό ναυτικό και το 1925 από ιδιωτική τεχνική σχολή.[3] Οι ακροατές ήταν ελάχιστοι και όλοι οι δέκτες σφραγισμένοι από το κράτος,[4] το οποίο είχε για χρόνια και την αποκλειστική δυνατότητα ασύρματων (όχι ραδιοφωνικών) εκπομπών.[5]
To 1926 εξέπεμψε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη ο Χρίστος Τσιγγιρίδης, επιχειρηματίας-εισαγωγέας ραδιοφωνικών συσκευών.[6] Τρία χρόνια αργότερα, το 1929, μετά από κάποιες δοκιμές, δημιούργησε δικό του σταθμό που μετέδιδε πρόγραμμα με ελληνική και ξένη σοβαρή μουσική στο πλαίσιο της ΔΕΘ και μόνο κατά τη διάρκειά της.[7] Ο Τσιγγιρίδης ήθελε να αυξήσει τις πωλήσεις ραδιοφώνων για αυτό το λόγο έφτιαξε τον σταθμό, ο οποίος μετέδιδε διαφημίσεις, αναγγελίες και ειδήσεις σε συνεργασία με την εφημερίδα Μακεδονία.[8] Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη, που ήταν ο πρώτος στα Βαλκάνια,[9] λειτουργούσε σε μονιμότερη βάση από το 1936 και ως το 1947 οπότε και απαλλοτριώθηκε υπέρ του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας· λίγο νωρίτερα τους πομπούς του είχε χρησιμοποιήσει και το ΕΑΜ.[10] Στην μεταξική περίοδο αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από το καθεστώς γιατί μετέδιδε μη αρεστές ειδήσεις,[11] ενώ αργότερα, στην Κατοχή, μετέδιδε υποχρεωτικά την γερμανική προπαγάνδα, αν και ο Τσιγγιρίδης επινοούσε βλάβες για να μεταδίδει λιγότερο χρόνο το πρόγραμμα.[12]
Οι κρατικές προσπάθειες για ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού, που άρχισαν εντωμεταξύ το 1929, δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, λόγω δικαστικών διενέξεων και άλλων ζητημάτων. Το διάστημα 1932 ή 1935-1938 εξέπεμπε, για παράδειγμα, στην περιοχή του Πειραιά σταθμός από το υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων.[13] Παράλληλα, όμως, από το 1930 είχε αρχίσει να τίθεται το νομικό πλαίσιο για τη λειτουργία της ραδιοφωνίας.
Το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου κινήθηκε ενεργά προς τη δημιουργία κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού με βοήθεια και έμπνευση από την ναζιστική Γερμανία, η οποία είχε επενδύσει στο ραδιόφωνο σαν μέσο προπαγάνδας.[14] Έτσι το 1936 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών.[15]
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών (ΡΣΑ) άρχισε να εκπέμπει από τις 25 Μαρτίου 1938 και σε κανονικό πρόγραμμα από τις 21 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.[16] Η έδρα του ήταν στα υπόγεια του Ζαππείου. Η πρώτη εκφωνήτρια ήταν η Αφροδίτη Λαουτάρη.[17] ενώ θρυλικό έγινε το σήμα του σταθμού, η βουκολική μελωδία, ο Τσοπανάκος, που έμεινε γνωστό ως τις ημέρες μας.[18]
Το μεταξικό καθεστώς έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην προπαγάνδιση της ιδεολογίας του και για το λόγο αυτό επιδίωκε να μοιράζει συσκευές ραδιοφώνου σε απομακρυσμένες περιοχές. Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι ραδιοφωνικές συσκευές στην Ελλάδα αυξήθηκαν από 10.000 το 1936 σε 60.000 το 1940,[20] ο υπολογισμός του κοινού όμως είναι δύσκολος γιατί πολλά ραδιόφωνα έπαιζαν σε δημόσιους χώρους, υπήρχαν δε και λαθρακροατές.[21]
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το ραδιόφωνο μετέδιδε πληροφορίες για τις συγκρούσεις και χρησιμοποιήθηκε για την κινητοποίηση της ελληνικής πλευράς.[22] Λίγο πριν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, σε μια δραματική έκκληση ο εκφωνητής κάλεσε τους ακροατές να μην πιστεύουν το σταθμό που σε λίγο θα μετέδιδε ψέματα. Μετά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο ΡΣΑ μετέδιδε τη γερμανική προπαγάνδα,[23] αν και το προσωπικό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το διακόπτει, προσποιούμενο τεχνικές δυσκολίες. Οι κατοχικές αρχές προσπάθησαν να σφραγίσουν ραδιόφωνα για να ακούγεται μόνο ο ΡΣΑ και να επιβάλλουν μεγάλες ποινές για τα αδήλωτα ή ασφράγιστα ραδιόφωνα, χωρίς μεγάλη επιτυχία.[24] Όσοι είχαν ραδιόφωνο άκουγαν κρυφά την Ελληνική Υπηρεσία του BBC από το Λονδίνο.
Οι Γερμανοί, λίγο πριν αποχωρήσουν από την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944, προσπάθησαν να ανατινάξουν τους πομπούς του σταθμού στα Λιόσια, ωστόσο κατέστρεψαν μόνο έναν στους τρεις.[25] Μετά την απελευθέρωση το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), που ιδρύθηκε στις 16 Ιουλίου 1945, προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το ραδιόφωνο. Το 1947 ίδρυσε ψυχαγωγικό σταθμό στη Θεσσαλονίκη,[26] το 1952 το περισσότερο ψυχαγωγικό Δεύτερο Πρόγραμμα και το 1954 το Τρίτο Πρόγραμμα το οποίο εξαρχής μετέδιδε κλασική μουσική[27] (το Πρώτο παρέμενε ενημερωτικό και επιμορφωτικό).
Από το 1948, μεσούντος του Εμφυλίου άρχισε να λειτουργεί και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων.[28] Ραδιοφωνικό σταθμό, την Φωνή της Αλήθειας, είχε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και ο Δημοκρατικός Στρατός που εξέπεμπε από τη Γιουγκοσλαβία και αργότερα τη Ρουμανία, το πρόγραμμά του όμως ακούγονταν από λίγους και είχε μικρή απήχηση.[29] Η Φωνή της Αλήθειας εξέπεμπε ως το 1967.[30]
Όπως προέβλεπε η νομοθεσία της εποχής (AN 1663/1951) ιδρύθηκαν αρκετοί ακόμη στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι οποίοι αποδείχτηκαν δημοφιλείς, αποσπώντας κέρδη από τους δημόσιους.[31] Καθώς επιβλέπονταν από το ΓΕΕΘΑ ήταν εκτός του ελέγχου της πολιτικής εξουσίας ή του ΕΙΡ.[32] Το ΕΙΡ ίδρυσε και αυτό πολλούς περιφερειακούς σταθμούς στη δεκαετία του 1950 που ανέπτυξαν δικό τους πρόγραμμα.[33] Γενικότερα, μετά τον πόλεμο οι αλλαγές ήταν λίγες λόγω και της γραφειοκρατικής δομής του ΕΙΡ που δεν επιθυμούσε να αναπτυχθεί ένα άλλο μοντέλο ραδιοφωνίας.[34] Ωστόσο, για χρόνια το ραδιόφωνο ήταν μετά τις εφημερίδες η βασική πηγή ενημέρωσης στην Ελλάδα.[35]
Η Χούντα των Συνταγματαρχών έστρεψε το ενδιαφέρον της στην τηλεόραση, που είχε αρχίσει από το 1966 πειραματικές εκπομπές με αυξανόμενη απήχηση στο κοινό. Το ραδιόφωνο παρέμενε στενά ελεγχόμενο και προπαγανδιστικό. Για αυτό το λόγο πολλοί άκουγαν τότε την ελληνική εκπομπή του BBC και αυτήν της Deutsche Welle που αμφότερες είχαν έντονα αντιστασιακό χαρακτήρα.[31]
Κατά την μεταπολίτευση, και ενώ ήδη ήταν έντονο το φαινόμενο των ραδιοπειρατών (βλ. παρακάτω), έγιναν προσπάθειες για τη βελτίωση του ραδιοφωνικού προγράμματος. Μια ιδιαίτερη προσπάθεια για ένα διαφορετικό μοντέλο ραδιοφώνου έγινε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 από τον Μάνο Χατζιδάκι όταν του ανατέθηκε η διεύθυνση της ραδιοφωνίας και αργότερα του Τρίτου Προγράμματος. Ο σταθμός απέκτησε ευρύτερη πολιτιστική διάσταση παράγοντας ποιοτικό πρόγραμμα με απήχηση στο κοινό. Ωστόσο οι συγκρούσεις του Χατζηδάκι με την γραφειοκρατία της ΕΡΤ και τη νέα διοίκηση από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που εξελέγη το 1981 οδήγησαν το εγχείρημα σε τέλος με την παραίτησή του το 1982.[36]
Τη δεκαετία του 1960 εμφανίστηκε το φαινόμενο των ραδιοπειρατών,[37] οι οποίοι είχαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις σταθμούς μικρής εμβέλειας και ισχύος στα μεσαία κύματα και αργότερα στα FM. Οι σταθμοί έπαιζαν πολλή μουσική: λαϊκές επιτυχίες ή ροκ, αργότερα ντίσκο ή μέταλ, που δεν παίζονταν πάντα από τα κρατικά ραδιόφωνα και μετέδιδαν αφιερώσεις.[38] Το ενημερωτικό ή ειδησεογραφικό περιεχόμενο των σταθμών ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, πολλοί ήταν δε απολίτικοι για να αποφύγουν τις διώξεις.
Υπολογίζεται ότι σε μια 20ετία υπήρξαν 5.000-7.000 ραδιοπειρατές, ίσως ακόμα και 10.000.[39] Είχαν, ωστόσο, να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς διώξεις και τις βαριές ποινές των Αρχών, οι οποίες τους επέβαλαν πρόστιμα βάσει του χουντικού νόμου 1244/1972, γιατί δεν είχαν άδεια.[40]
Τη δεκαετία του 1980 το φαινόμενο των ραδιοπειρατών επεκτάθηκε, παρά το ότι οι αρχές δεν σταμάτησαν τις διώξεις. Η απήχηση των πειρατικών ή (νόμιμων) αυτοοργανωμένων σταθμών στη Γαλλία και την Ιταλία κινητοποίησε μέρη της Αριστεράς στην Ελλάδα που πήραν σχετικές πρωτοβουλίες.[41] Σε αυτή τη κατεύθυνση βοηθούσε και το άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης που είχε αρχίσει λίγο νωρίτερα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης υπό την αιγίδα της ΕΟΚ.[42]
Στις αρχές της δεκαετίας άρχισαν, λοιπόν, να εμφανίζονται πειρατικοί σταθμοί με μονιμότερο πρόγραμμα,[43] και φοιτητικοί.[44] Ακόμη εμφανίστηκαν βραχύβιοι σταθμοί με πολιτικό περιεχόμενο, όπως ο Ράδιο Αντίλαλος του περιοδικού Αντί.[42] Πίεση προς την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άσκησε η υπόθεση του Καναλιού 15,[45] το οποίο εξέπεμπε μη εμπορικό, ποιοτικό πρόγραμμα. Το 1985 συνελήφθησαν αρκετοί από τους παραγωγούς και υποστηρικτές του σταθμού, μεταξύ τους και ο καθηγητής Νομικής Φαίδων Βεγλερής, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις στον Τύπο.[46] Το Κανάλι 15 συνέχισε να εκπέμπει και μετά την απελευθέρωση της ραδιοφωνίας ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όταν υποχώρησε η απήχηση έναντι των εμπορικών σταθμών.[47]
Με την καθιέρωση της ελεύθερης ραδιοφωνίας, και καθώς ο νόμος προέκρινε τους ιδιωτικούς και τους δημοτικούς σταθμούς,[48] το φαινόμενο ατόνησε και σταδιακά εξαφανίστηκε. Αρκετοί ραδιοπειρατές εργάστηκαν σε ιδιωτικά ραδιόφωνα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε αρχίσει να τίθεται πιο έντονα το αίτημα για μη κρατική ραδιοφωνία και, προς τα μέσα, για τηλεόραση. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξέτασε το ενδεχόμενο άρσης του μονοπωλίου το 1982 και το 1985 αλλά δεν υπήρξε συνέχεια.[49] Μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1986, όταν η Νέα Δημοκρατία επικράτησε στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά, οι δήμαρχοι των τριών πόλεων, αντίστοιχα ο Μιλτιάδης Έβερτ, ο Σωτήρης Κούβελας και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, έκαναν κινήσεις για την ίδρυση δημοτικών ραδιοφωνικών σταθμών, αναγκάζοντας τελικά την κυβέρνηση να θεσμοθετήσει τη μη κρατική ραδιοφωνία (νόμος 1730/1987).[50] Ο πρώτος νόμιμος μη κρατικός ραδιοσταθμός ήταν το Κανάλι 1 στον Πειραιά που εξέπεμψε στις 13 Μαΐου 1987 στους 90,6 (το 2001 άλλαξε συχνότητα και πήγε 90.4).[51] Ακολούθησε ο Αθήνα 9.84 στις 31 Μαΐου (το 2001 άλλαξε συχνότητα και πήγε 98.3 διατηρώντας την προγενέστερη του ονομασία), και τον Σεπτέμβριο ο FM 100 στη Θεσσαλονίκη.[52] Σύντομα ιδρύθηκαν δεκάδες σταθμοί σε όλη τη χώρα, φέρνοντας τη λεγόμενη άνοιξη της ραδιοφωνίας.[53]
Ξεχωριστή σημασία είχε δοθεί στην ανάπτυξη τοπικής ραδιοφωνίας η οποία θα στόχευε στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία των κατοίκων ενός ή περισσότερων δήμων,[54] μία πρόταση που είχε γίνει από την ΚΕΔΚΕ ήδη από το 1984.[49] Ο πρώτος διαδημοτικός σταθμός ήταν ο Δίαυλος 10 που εξέπεμπε με την ευθύνη δήμων της Αττικής.[52] Στην πρώτη περίοδο μετά την ίδρυσή τους, τα δημοτικά ραδιόφωνα είχαν ευρεία διάδοση και προσέλκυαν το κοινό των περιοχών όπου εξέπεμπαν,[54] αλλά αργότερα επικράτησαν οι ιδιωτικοί σταθμοί που ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι και είχαν καλύτερη χρηματοδότηση.[55] Τα σχέδια στα τέλη της δεκαετίας του 1980 για ολοκληρωμένη παρουσία και κάποιες προτάσεις για τη δημιουργία δικτύων σταθμών δεν είχαν συνέχεια.[56] Όσοι σταθμοί δημιουργήθηκαν είχαν μεγάλη εξάρτηση από τις δημοτικές παρατάξεις που είχαν τη πλειοψηφία (έμμεσα και τα κόμματα) και συσσώρευσαν μεγάλα χρέη. Τελικά, οι σταθμοί υποχώρησαν μπροστά στο εμπορικό ραδιόφωνο.[57]
Η απουσία σαφούς πλαισίου έφερε την έκρηξη της ραδιοφωνίας, με πολλούς (άγνωστο πόσους ακριβώς) ημινόμιμους σταθμούς.[58] Το 1994 υπολογίζεται ότι σε όλη την Ελλάδα υπήρχαν 1.200 ραδιοφωνικοί σταθμοί, από τους οποίους 256 ήταν στο λεκανοπέδιο.[59] Μια δεκαετία αργότερα, το 2005, καταμετρώνταν από το ΕΣΡ 777 σταθμοί.[45] Από την άλλη πλευρά, παρά την εισαγωγή της ιδιωτικής τηλεόρασης, το κοινό της ραδιοφωνίας έμεινε σταθερό τη δεκαετία του 1990 και του 2000.[60]
Η διοικητική συνένωση τηλεόρασης και ραδιοφώνου υπό την ΕΡΤ ΑΕ το 1987 επιδείνωσε τα γραφειοκρατικά προβλήματα στο δημόσιο ραδιόφωνο (ΕΡΑ) και την έβαλε στο περιθώριο σε σχέση με την τηλεόραση,[61] που και αυτή πιέστηκε πολύ από την ιδιωτική τηλεόραση μετά το 1989. Η ποσότητα και η ποιότητα του προγράμματος υποβαθμίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και οι ακροαματικότητες υποχώρησαν σημαντικά.[62]
Την άνοιξη του ραδιοφώνου διαδέχτηκε μία περίοδος πειραματισμών και ανταγωνισμού.[53] Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ιδιωτικοί σταθμοί, συνήθως οι ενημερωτικοί της Αθήνας (μεταξύ τους ο Sky 100.4, ο ANT1 97.1 και ο Flash 96.1), κατέγραφαν πολύ υψηλές ακροαματικότητες και ήταν έντονα πολιτικοποιημένοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Sky που ενεπλάκη την περίοδο 1990-1993 σε διαμάχη με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο σταθμός είχε ακροαματικότητες του 30-40%, ποσοστό που δεν έχει φτάσει άλλος έκτοτε στην Ελλάδα, ο οποίες αποδίδονται σε αυτήν τη διαμάχη.[63] Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας, το ενδιαφέρον υποχώρησε προς όφελος των ψυχαγωγικών σταθμών. Μετά τη χρηματιστηριακή κρίση του 1999, τα ραδιόφωνα προέβησαν σε μεγάλες περικοπές προσωπικού και προγραμμάτων, αποδυναμώνοντας τον ενημερωτικό τους ρόλο. Ενισχύθηκαν, αντίθετα, τα κρατικά ραδιόφωνα που διατήρησαν τον ενημερωτικό και ψυχαγωγικό ρόλο τους[64] και τα αθλητικά ραδιόφωνα τα οποία είχαν φτηνό και πολιτικά αδιάφορο πρόγραμμα.[65]
Οι ραδιοσταθμοί στην περιφέρεια λόγου κόστους επενδύουν λιγότερο στην ενημέρωση και περισσότερο στην ψυχαγωγία. Πολλοί συνδέονται για μερικές ώρες κάθε ημέρα με μεγάλους αθηναϊκούς σταθμούς και αναμετεδίδουν το πρόγραμμά τους.[66]
Λόγω της κρίσης και των τεχνικών διευκολύνσεων, διάδοση γνωρίζει τα τελευταία χρόνια το δικτυακό ραδιόφωνο που είναι κυρίως μουσικό και προσπαθεί να επιλέγει μουσική από ευρύτερο φάσμα επιλογών. Καταγράφονται ακόμη προσπάθειες για αυτοοργανωμένους σταθμούς από εργαζόμενους σταθμών που έκλεισαν και πλέον διαχειρίζονται μόνοι το πρόγραμμα και την επιχείρηση. Στις 04/01/2017 η ΕΡΤ ξεκίνησε πιλοτικά εκπομπή σε DAB+ στην Αττική από τον Υμηττό.[67]
Την δεκαετία του 2010, έκλεισαν αρκετοί ραδιοφωνικοί σταθμοί τόσο στην Αττική, όσο και στην επαρχία, λόγω οικονομικών προβλημάτων, απουσίας διαφημίσεων και έλλειψης προγράμματος, ενώ το φαινόμενο αυτό έγινε χειρότερο στην δεκαετία του 2020, λόγω της πανδημίας του Covid 19, ενώ σε πολλές περιοχές της Ελληνικής επαρχίας (όπως την Χαλκιδική, το Κιλκίς, την Πέλλα, την Φλώρινα, τα Γρεβενά, την Καστοριά, την Πρέβεζα, την Θεσπρωτία, την Ζάκυνθο, την Λευκάδα, την Ευρυτανία και την Φωκίδα), υπάρχουν στο σύνολο της έκτασης των νομών από δύο έως οκτώ λειτουργώντες ραδιοφωνικοί σταθμοί, από τους οποίους δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στην τοπική αγορά, ενώ αρκετοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν κλείσει σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Έβρο, Αργολίδα, Κορινθία, Δωδεκάνησα, Ηράκλειο, Εύβοια, Κοζάνη, Λέσβο και Λάρισα, ενώ σε άλλες περιοχές πολλοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν αλλάξει μέχρι και συχνότητα εκπομπής, επειδή δεν μπορούν να ακουστούν στην δηλωμένη συχνότητα τους. Τέλος έχουν διακόψει λόγω της οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας, και αρκετοί ραδιοφωνικοί σταθμοί που ανήκουν σε δήμους της Ελλάδας, ενώ άλλοι έχουν πουληθεί στην επαρχία σε μεγάλους μιντιακούς ομίλους της Αθήνας, αλλά και σε ξένες εταιρείες ραδιοτηλεοπτικών επιχειρήσεων.
Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη, παρά τις περιστασιακές εμφανίσεις του, ήδη από την αρχή είχε ποικίλο πρόγραμμα με μουσική, θέατρο και παιδικές εκπομπές.[68] Το μεταξικό ραδιόφωνο, από την πλευρά του, ήταν χωρισμένο σε ζώνες με χρηστικό και προπαγανδιστικό περιεχόμενο που απευθύνονταν η κάθε μία σε ειδικό κοινό (η ώρα των αγροτών, των παιδιών κ.ο.κ.)[69] ενώ μεταδίδονταν και θεατρικές παραστάσεις.[70] Η μουσική του ΡΣΑ ήταν κυρίως η ελαφρά της εποχής, κλασική μουσική και ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, όμως άλλα είδη ήταν αποκλεισμένα, όπως τα ρεμπέτικα.[71]
Όπως διαμορφώθηκε το πρόγραμμα του ΕΙΡ τη δεκαετία του 1950, το Πρώτο Πρόγραμμα ήταν σοβαρό και ενημερωτικό, το Δεύτερο ήταν περισσότερο ψυχαγωγικό (μετέδιδε και αθλητικά) και το Τρίτο, που μετέδιδε στην περιοχή της Αθήνας, έδωσε βάρος στον πολιτισμό και την κλασική μουσική.[72] Περισσότερο λαϊκό ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, το πρόγραμμα των σταθμών των ενόπλων δυνάμεων.[73]
Από το ΕΙΡ πέρασαν σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων, όπως ο Στράτης Μυριβήλης και το 1953-54 ο Οδυσσέας Ελύτης,[74] ο οποίος το 1950-1953 ήταν διευθυντής προγράμματος, που έδωσαν βάρος στην ανάπτυξη ποιοτικού πολιτιστικού προγράμματος.[75] Σημαντικό ήταν ακόμη το έργο του θεατρικού συγγραφέα Διονύσιου Ρώμα, ο οποίος προετοίμασε πολλές εκπομπές με θεατρικά έργα και απαγγελίες από μεγάλους ηθοποιούς (Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής κ.ά). Μακρά παρουσία (1939-1966) και μεγάλη απήχηση είχε, ακόμη, η εκπομπή της Αντιγόνης Μεταξά, της Θείας Λένας, που διασκέδαζε και επιμόρφωνε τα παιδιά[76] ακόμα και μέσα στην Κατοχή. Εξαιρετικά δημοφιλή ήταν στο πλατύ κοινό τα ραδιοφωνικά σίριαλ σε συνέχειες της δεκαετίας του 1960, όπως Το σπίτι των ανέμων και το Μικρή, πικρή μου αγάπη.[70]
Διαφορετική λογική από τα κρατικά ραδιόφωνα είχε το πρόγραμμα των ιδιωτικών σταθμών που ήταν χωρισμένο σε ζώνες[50] και επεκτάθηκε σε όλο το 24ωρο.[77] Το πρωί, συχνά από τα ξημερώματα, και μέχρι το μεσημέρι επικρατούσαν οι ενημερωτικές εκπομπές και το μεσημέρι μεταδίδονταν ειδησεογραφικά μαγκαζίνο. Η μουσική έπαιζε στα διαλείμματα του λόγου των παρουσιαστών[78] που συχνά ήταν ντουέτα. Το απόγευμα κυριαρχούσαν οι μουσικές εκπομπές, όπως και το βράδυ, ενώ μετά τα μεσάνυχτα παίζονταν εκπομπές σε επανάληψη ή μουσική non-stop. Τα ιδιωτικά μουσικά ραδιόφωνα, από τη δεκαετία του 1990 άρχισαν να εξειδικεύονται ως προς το είδος της μουσικής που έπαιζαν:[78] ελληνική έντεχνη ή ελληνική λαϊκή μουσική και για όσους έπαιζαν ξένη μουσική, ροκ ή εμπορική ποπ, σπανιότερα τζαζ ή έθνικ.
Παρά ταύτα, μετά το 2000, οι περικοπές στο μουσικό πρόγραμμα καθιέρωσαν την playlist (λίστα αναπαραγωγής), μια αυτοματοποιημένη (από υπολογιστή) διαδικασία επιλογής τραγουδιών. Η λίστα έριξε μεν το κόστος λειτουργίας του σταθμού, αλλά επικρίνεται για την μονομέρεια και την έλλειψη ζωντάνιας στο πρόγραμμα.[64]
Όπως συνέβη και με την τηλεόραση, μεγάλο μέρος των εκπομπών της κρατικής ραδιοφωνίας έχει χαθεί, είτε γιατί δεν υπήρχε η τεχνική δυνατότητα ηχογράφησης είτε γιατί το αρχείο καταστράφηκε.[64] Πιο πρόσφατα, πάντως, αρκετοί σταθμοί διαθέτουν στο διαδίκτυο αρχείο με εκπομπές τους.
Η νομοθεσία της δεκαετίας του 1920 ήταν εξαιρετικά περιοριστική σε ό,τι αφορά την κατοχή και τις χρήσεις του ραδιοφώνου ενώ έδινε στο κράτος την δυνατότητα αποκλειστικής χρήσης ασύρματων επικοινωνιών.[79] Τα λίγα ραδιόφωνα της εποχής καταγράφονταν και σφραγίζονταν[80] και οι ιδιοκτήτες τους ήταν γνωστοί στις Αρχές. Επιτρεπόταν μόνο ένα ραδιόφωνο ανά κατοικία και απαγορεύονταν με βαριές ποινές οι εξωτερικές κεραίες ή οι πολλαπλές συσκευές.[81]
Με τον νόμο 4551/1930, τον πρώτο στην Ελλάδα για τις ραδιοφωνικές εκπομπές παραχωρούνταν σε ιδιώτες με πενταετή σύμβαση το δικαίωμα ραδιοφωνικών εκπομπών.[82][83] Άλλος ένας νόμος της εποχής, ο ΑΝ της 15ης Νοεμβρίου 1935, επίσης ρύθμιζε θέματα της ραδιοφωνίας, αλλά μόνο υπέρ του κράτους.[84]
Με τον ΑΝ 95/1936, μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά, ιδρύθηκε σαν ΝΠΔΔ η ΥΡΕ (Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών)[85] η οποία δύο χρόνια αργότερα λειτούργησε τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών.[86] Η ΥΡΕ προχώρησε σε συμβάσεις με τη γερμανική Telefunken το 1936 και το 1938, οι οποίες ακυρώθηκαν μεταπολεμικά «καθότι επεβλήθησαν υπό του εχθρού».[87] Πολύ σύντομα, μετά την κατάληψη της Ελλάδας, η κυβέρνηση Τσολάκογλου προχώρησε στην ίδρυση της ΑΕΡΕ (Ανώνυμη Εταιρεία Ραδιοφωνικών Εκπομπών) για την οργάνωση της ραδιοφωνίας της κατοχικής κυβέρνησης.[88]
Μετά τον πόλεμο το πολιτικά τεταμένο και αυταρχικό κλίμα της περιόδου εκφράστηκε και στη νομοθεσία για την ραδιοφωνία που καθιέρωνε τον στενό έλεγχο του κράτους. Το ΕΙΡ ιδρύθηκε με την ΣΠ 54/1945[87] ενώ ο ΑΝ 1663/1951 προέβλεπε ραδιοφωνικούς σταθμούς από τις ένοπλες δυνάμεις, που ήδη λειτουργούσαν από το 1948.[89] Οι σταθμοί αυτοί επιβλέπονταν από το ΓΕΕΘΑ και έτσι ήταν εκτός ελέγχου της πολιτικής εξουσίας.[90] Ένας άλλος νόμος, ο ΑΝ 1775/1951 που αφορούσε τον τύπο, επιβεβαίωνε το κρατικό μονοπώλιο στη ραδιοφωνία.[26][91]
Το Σύνταγμα του 1952 εισήγαγε τον έλεγχο της ραδιοφωνίας από το κράτος. Ακόμη, ο νόμος 2315/1953 επιβεβαίωσε το μονοπώλιο ραδιοφωνικών εκπομπών από το ΕΙΡ, αλλά επιβεβαίωνε και το δικαίωμα εκπομπής των ενόπλων δυνάμεων.[92] Η Χούντα των Συνταγματαρχών διατήρησε το υφιστάμενο νομικό καθεστώς. Έκανε, πάντως, μια προσπάθεια ανοίγματος της ραδιοφωνίας πέρα από τον κρατικό και στρατιωτικό έλεγχο. Ο χουντικός νόμος 383/1968 επέτρεπε τη λειτουργία τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών από νομικά ή φυσικά πρόσωπα με στόχο την ενίσχυση του ραδιοφωνικού δικτύου της χώρας, ωστόσο αν οι ανάγκες καλύπτονταν από το ΕΙΡ, η άδεια θα ανακαλούνταν. Ο νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη.[93]
Το Σύνταγμα του 1975 διατήρησε τον έλεγχο της ραδιοφωνίας από το κράτος και τον επέκτεινε και στην τηλεόραση. Από την άλλη πλευρά, ο νόμος που μετέτρεψε το ΕΙΡΤ σε ΕΡΤ (230/1975) δεν μετέβαλε σημαντικά το καθεστώς λειτουργίας της ραδιοφωνίας.[94] Το κρατικό μονοπώλιο στη ραδιοφωνία κατήργησε τελικά ο νόμος 1730/1987,[50][95] ενώ το πλαίσιο λειτουργίας της δημοτικής ραδιοφωνίας ορίστηκε με το ΠΔ 25/1988, που όμως ήρθε σε ένα πεδίο που ήδη είχε διαμορφωθεί de facto.[54][96] Τα επόμενα χρόνια πληθώρα ρυθμιστικών νόμων και διατάξεων[97] οι οποίες προσπαθούσαν να ρυθμίσουν ένα άναρχο τοπίο, συχνά σε συνδυασμό με το εξίσου άναρχο τηλεοπτικό τοπίο μετά την εισαγωγή της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1989.
Μετά το 2010, εξαιτίας της κρίσης στα ΜΜΕ, που οδήγησε σε κλείσιμο ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, υπάρχουν προσπάθειες για αυτοοργανωμένους και αυτοδιαχειριζόμενους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.