Γαβριά Άρτας
οικισμός της Ελλάδας From Wikipedia, the free encyclopedia
Remove ads
Η Γαβριά είναι ένα μικρό χωριό του Δήμου Αρταίων, στην πεδιάδα της Άρτας, και απέχει από την πόλη περίπου 8 χιλιόμετρα.[1]
Remove ads
Ετυμολογία
Η ακριβής προέλευση του ονόματος «Γαβριά» δεν είναι γνωστή όμως υπάρχουν τρεις εκδοχές.

Η πρώτη εκδοχή είναι εκείνη που υποστηρίζει ότι η ονομασία του χωριού προέρχεται από το δέντρο γαύρος (Carpinus). Σύμφωνα με τον Γερμανό σλαβολόγο Μαξ Βάσμερ, ο οποίος με το έργο του «Οι Σλάβοι στην Ελλάδα», πραγματοποίησε μία ολοκληρωμένη έρευνα σχετικά με τα σλαβικά τοπωνύμια της Ελλάδας, η ονομασία του δέντρου προέρχεται από τη βουλγάρικη λέξη gábъr.
Παρόμοια αναφορά σχετικά με την σλαβική προέλευση της λέξης κάνει και ο Γερμανός γλωσσολόγος Γκούσταβ Μέγιερ ενώ σύμφωνα με το Λεξικογραφικό δελτίο της Ακαδημίας Αθηνών, η ονομασία Γαβριά και τα παραγωγά της, υποδεικνύουν περιοχές όπου υπάρχουν τα φυλλοβόλα δέντρα, γαύρος ο ανατολικός (Carpinus orientalis) και οστρύα η ζυγιόφυλλος (Ostrya carpinifolia).[2][3]
Η δεύτερη εκδοχή υποστηρίζει ότι η ονομασία του χωριού είναι αρχαιοελληνικής προέλευσης. Σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Κωνσταντίνο Άμαντο, το τοπωνύμιο έχει τις ρίζες του στη λέξη γράβιον. Ο αρχαίος ρήτορας Αθήναιος στο έργο Δειπνοσοφισταί μας πληροφορεί ότι το γράβιον ήταν το ξύλο από έλατο ή πουρνάρι.[4][5][6]
Η τρίτη εκδοχή υποστηρίζει ότι η ονομασία του χωριού πιθανόν να προήλθε από τον Γαβριήλ, Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης. Με το όνομα “Γαβριήλ”, υπήρξαν 7 μητροπολίτες:[7][8]
- Ο Γαβριήλ Α΄, 1271-1275.[9]
- Ο Γαβριήλ Β’, 1386. Μητροπολίτης Ιωαννίνων ο οποίος “επείχε” την θέση του Ναυπάκτου, όπως ο προκάτοχός του.
- Ο Γαβριήλ Γ’, 1561.
- Ο Γαβριήλ Δ’ ο Γκόρας, 1581-1589. Αναφέρεται το 1581 η εκλογή του και το 1589 (24 Ιουνίου) ο θάνατός του.
- Ο Γαβριήλ Ε', του οποίου το όνομά, αναφέρεται σε πολλά Σιγίλλια και Συνοδικές αποφάσεις, στα οποία υπέγραφε, όπως σε Σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου περί αγιοποιήσεως του οσίου Γερασίμου Κεφαλληνίας (Ιούλιου 1622) και διετέλεσε μητροπολίτης, τη περίοδο 1601-1632
- Ο Γαβριήλ Στ’ ο Βλάσιος, ο οποίος γεννήθηκε στην Κέρκυρα, προχειρίστηκε μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτας,τη περίοδο 1647-1660. Πηγές, μας μαρτυρούν ότι έγραψε επιστολή στον δούκα του Νεβέρ, που προετοίμαζε επανάσταση στην Ελλάδα κατά των Τούρκων. Ο Δοσίθεος τον συγκαταλέγει μεταξύ των λογίων, επαινεί ως θεολόγο και της ορθοδοξίας πρόμαχο.[10]
- Ο Γαβριήλ Ζ', ο Γκάγκας, ο από Λαρίσης, Μητροπολίτης Ιωαννίνων, Ναυπάκτου και Άρτης (η Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης, με απαίτηση του Αλή Πασά της Ηπείρου, ενώθηκε με την Μητρόπολη Ιωαννίνων από το 1808 εως το 1813). Ο Γαβριήλ Ζ', ο Γκάγκας διετέλεσε μητροπολίτης, τη περίοδο 1810-1813 και ήταν θείος[11] της Κυρά Φροσύνης, των Ιωαννίνων.
Remove ads
Ιστορία
Αρχαιότητα
Η Γαβριά μαζί με τα υπόλοιπα χωριά του κάμπου βρίσκεται σε μια τοποθεσία η οποία κατά την αρχαιότητα είχε κατοικηθεί από τους Δρύοπες, ένα θεσπρωτικό φύλο, οι οποίοι εκδιώχθηκαν το 625 π.Χ. από τους Κορίνθιους. Η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή υπήρξε έντονη εξαιτίας της μικρής απόστασης που χωρίζει τη Γαβριά από το επίνειο της Αρχαίας Αμβρακίας, τον Άμβρακο, γνωστό και ως Φιδόκαστρο. Τα ευρήματα που έφερε στην επιφάνεια η αρχαιολογική έρευνα, πιστοποιούν την ύπαρξη οικιστικών θέσεων στην γύρω περιοχή. Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν το 1976 στη θέση Γαλατσίδα Γαβριάς, έφεραν στο φως μεγάλους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους, οι οποίοι άνηκαν σε τοίχους κτισμάτων, όστρακα αγγείων ελληνιστικής περιόδου και ένα κομμάτι από τη βάση μεγάλου πιθαριού.[12][13][14]
Τα αρχεία της Βενετίας

Ιστορικά η πρώτη πηγή που μας γνωστοποιεί την ύπαρξη του χωριού είναι τα αρχεία της Βενετίας.[15] Οι Βενετοί από τα τέλη του 17ου αιώνα άρχισαν να συνεργάζονται με διάφορες τυχοδιωκτικές ομάδες ατάκτων, κυρίως Ελλήνων από την Κεφαλονιά και την Ιθάκη, οι οποίες λεηλατούσαν τις πλούσιες περιοχές του κάμπου της Άρτας. Οι Βενετοί είχαν ως στόχο από τη μία να δημιουργήσουν προβλήματα στους Τούρκους και από την άλλη να ωθήσουν τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών στο να ζητήσουν προστασία από τις ληστρικές επιδρομές, καταβάλλοντας ένα σημαντικό χρηματικό ποσό.[16]
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μανιάτη πειρατή Λιμπεράκη Γερακάρη, ο οποίος το 1696 λεηλάτησε την πόλη της Άρτας και τα καμποχώρια και έκλεψε περίπου 50000 ρεάλια δηλαδή ένα τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη που όμως μαρτυρά και τον πλούτο της περιοχής. Με βάση τις πληροφορίες που μας δίνουν τα αρχεία, οι Βενετοί γνώριζαν για το σχέδιο του Γερακάρη να επιτεθεί στην Άρτα και το έβλεπαν ως μία ακόμη ευκαιρία για να αυξήσουν τα έσοδα τους από τον φόρο προστασίας. Οι Αρτινοί έστειλαν επιστολή στον Δόγη της Βενετίας και τον ενημέρωσαν για την επιδρομή του Γερακάρη και για το γεγονός ότι ο Μανιάτης πειρατής λήστεψε μόνο τους χριστιανούς και δεν προξένησε καμία ζημιά στους Τούρκους και τους Εβραίους. Οι Βενετοί συνέλαβαν τον Γερακάρη και τον φυλάκισαν στην Μπρέσια της Ιταλίας όπου και πέθανε.[17][18]
Σύμφωνα λοιπόν με τα αρχεία της Βενετίας, μας γίνεται γνωστό ότι το έτος 1695, δηλαδή την εποχή που Δόγης της Βενετίας ήταν ο Σιλβέστρο Βαλιέρο, η Γαβριά μαζί με πολλά άλλα χωριά της Άρτας, κατέβαλε φόρο στην Βενετική διοίκηση με αντάλλαγμα την προστασία από τις επιδρομές των πειρατών. Οι κάτοικοι των χωριών της Άρτας πλήρωναν ετησίως συνολικά 1500 Ισπανικά ρεάλια (1 ρεάλι ισοδυναμούσε με 9 ½ βενετικές λίρες) ενώ συγκεκριμένα η Γαβριά πλήρωνε 3 ρεάλια.[19][20][21][22] Αυτό λοιπόν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε από τη μία ότι η Γαβριά ήταν ένα μικρός οικισμός και από την άλλη ότι η οίκηση του χωριού έγινε πολλά χρόνια πριν από το 1695.
Ξένοι περιηγητές στην Άρτα
Ευρωπαίοι περιηγητές που επισκέφθηκαν τον κάμπο της Άρτας τον 17o, 18ο και 19ο αιώνα, περιγράφουν το τοπίο της περιοχής και μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή και τις δραστηριότητες των κατοίκων της εποχής. Η Σαλαώρα ήταν το σημαντικότερο λιμάνι της Άρτας και η πρόσβαση στην πόλη γινόταν μέσω του δρόμου που περνάει από τα χωριά Ανέζα και Κωστακιούς, ανάμεσα από τα οποία βρίσκεται η Γαβριά. Το 1676 ο Γάλλος γιατρός Ζακ Σπον φτάνει στην Άρτα και μας πληροφορεί ότι όλη η περιοχή γύρω από την πόλη καλλιεργεί καπνό και εξάγει μάλλινα και αυγοτάραχο.[23] Σύμφωνα με το έργο «Voyage en Grèce» του Ιταλού πολιτικού Σαβέριο Σκρόφανι, το 1794 οι κάτοικοι καλλιεργούσαν σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, βρώμη, φασόλια και έκαναν εξαγωγή δερμάτων από βουβάλια, γεγονός που μαρτυρεί την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Ο Σκρόφανι μας πληροφορεί και για την εξαγωγή ξύλου από τις σημαντικές δασικές εκτάσεις με βελανιδιές και φτελιές που υπήρχαν στον κάμπο και άνηκαν εν μέρει στο κράτος και εν μέρει σε ιδιώτες.[24]
Ο Βρετανός στρατιωτικός Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ επισκέφθηκε την περιοχή του κάμπου το 1805. Σύμφωνα με το βιβλίο του «Travels in northern Greece», ο Ληκ στην πορεία του από την Σαλαώρα προς την Άρτα, πέρασε ανάμεσα από τα χωριά Ανέζα και Κωστακιούς και αναφέρει την ύπαρξη χωραφιών με καλαμπόκι, τα οποία διαχώριζαν έρημες εκτάσεις καλυμμένες με χαμομήλι.[25] Μία εικόνα της περιοχής μας δίνει και ο Βρετανός περιηγητής και πολιτικός Τζον Χόμπχαουζ, ο οποίος το 1809 αποβιβάστηκε στη Σαλαώρα και στη διαδρομή προς την πόλη της Άρτας, παρατήρησε κάποιες εκτάσεις οι οποίες χρησίμευαν ως βοσκότοποι για άλογα και βοοειδή.[26] Ο Βρετανός γιατρός Χένρυ Χόλλαντ, ήρθε στην περιοχή το 1812 και στην πορεία προς την πόλη, πέρασε από την Ανέζα. Ο Χόλλαντ μας πληροφορεί για τα βοσκοτόπια της περιοχής και τις καλλιέργειες καλαμποκιού, σιταριού, ρυζιού και καπνού.[27] Αναφορά στις σημαντικές καλλιέργειες καλαμποκιού κάνει και ο Ουίλλιαμ Τέρνερ, βρετανός διπλωμάτης και συγγραφέας, ο οποίος πέρασε από την περιοχή το 1813.[28] Ο Φρανσουά Πουκεβίλ στο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα», το οποίο εκδόθηκε το 1820, κάνει αναφορά στον κάμπο της Άρτας, τον οποίο χαρακτηρίζει ως ιδιαίτερα εύφορη περιοχή. Ο Γάλλος περιηγητής μας πληροφορεί επίσης ότι κατά τη διάρκεια της εξόρμησης του στα χωριά του κάμπου, επισκέφθηκε την περιοχή γύρω από τη Γαβριά και συγκεκριμένα τα γειτονικά χωριά Απόμερο και Καλομόδια.[29]
19ος αιώνας
Σύμφωνα με το έργο του Σπυρίδωνος Αραβαντινού, «Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή», η Γαβριά, σε αντίθεση με τα γειτονικά χωριά Ανέζα, Μύτικας, Κωστακιοί και Καλομόδια, δεν ήταν ανάμεσα στα τσιφλίκια του πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε στην κατοχή του το μεγαλύτερο μέρος του κάμπου ενώ με βάση την εργασία του Κων.Διαμαντή με τίτλο «Η Άρτα και τα περίχωρα αυτής κατά τους χρόνους της επανάστασης», η Γαβριά ήταν ένας μικρός οικισμός με 15 οικογένειες την περίοδο που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821.[30][31]
Ο Παναγιώτης Αραβαντινός στο έργο του «Χρονογραφία της Ηπείρου» μας ενημερώνει ότι, με βάση τον κατάλογο της απογραφής του 1845, η Γαβριά ήταν ιδιόκτητο χωριό, υπαγόταν στο τμήμα Ιωαννίνων και κατοικούσαν 13 χριστιανικές οικογένειες ενώ η έκθεση του Ρωσικού Υποπροξενείου Άρτας, το 1877, μας πληροφορεί ότι το χωριό υπήρξε ιδιοκτησία της Μητρόπολης Άρτας και κατοικούσαν σε αυτό 15 οικογένειες.[32][33] Το 1878, ο Ηπειρώτης λόγιος Βασίλης Ζώτος στο έργο του «Ηπειρωτικαί Μελέται», κάνει αναφορά στα δύο γειτονικά χωριά, την Ανέζα και τους Κωστακιούς και μας πληροφορεί ότι οι Κωστακιοί απείχαν από την Άρτα περίπου μία ώρα ενώ η Ανέζα περίπου δύο ώρες, γεγονός που μας κάνει να υποθέσουμε ότι η απόσταση που χώριζε τη Γαβριά από την πόλη ήταν περίπου 1 ώρα και 30 λεπτά.[34]
Αναφορά στο χωριό κάνει και ο Ιφικράτης Κοκκίδης στο έργο του «Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας» που εξέδωσε το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών (Αθήνα 1880) και μας δίνει την πληροφορία ότι στο χωριό κατοικούσαν περίπου 50 άνθρωποι. Ο Ι. Κοκκίδης μας ενημερώνει ότι η επαρχία Άρτας χωριζόταν σε 2 περιοχές: την περιοχή Άρτας και την περιοχή Πρεβέζης. Η περιοχή της Άρτας χωριζόταν με τη σειρά της σε 7 τμήματα: τμήμα Ποταμιάς, τμήμα Βρύσεως, τμήμα Ραδοβυζίου, τμήμα Τζουμέρκων, τμήμα Κάμπου, τμήμα Καρβασαρά και τμήμα Λάκκας. Η Γαβριά αποτελούσε μέρος του τμήματος Κάμπου.[35]
Άλλη αξιόλογη πηγή αποτελεί το «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης & Πρεβέζης» (εκδ.1884) του Σεραφείμ Ξενόπουλου, μητροπολίτη Άρτας. Σύμφωνα με αυτή την πηγή, την εποχή εκείνη οι κάτοικοι του χωριού εκκλησιάζονταν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου Ανέζας. Εμπρός από τον ναό λειτουργούσε αλληλοδιδακτικό σχολείο, στο οποίο δίδασκε ένας δάσκαλος και φοιτούσαν περίπου 180 μαθητές από τη Γαβριά, το Μύτικα, την Ανέζα, το Απόμερο και το Καλογερικό. Ο Μητροπολίτης κάνει επίσης αναφορά και σε κάποιες χορτολιβαδικές εκτάσεις που υπήρχαν στο χωριό και άνηκαν στην Ιερά Μητρόπολη Άρτας, οι οποίες μετά την απελευθέρωση της πόλης της Άρτας το 1881 και τον ορισμό του ποταμού Αράχθου ως σύνορο, πέρασαν στην ιδιοκτησία της Ιεράς Μητρόπολης Νικοπόλεως και Πρεβέζης.[36]
Εξίσου σημαντική πηγή, είναι η Οθωμανική απογραφή του 1895 που εκδόθηκε με τον τίτλο «Bin üc yüz on bir sene-i maliyesine mahsus Yanya salnamesi. Yedinci defa olarak» (Σαλναμές Ιωαννίνων για το οικονομικό έτος 1311, έκδοση έβδομη).[37] Σύμφωνα με το σχετικό οθωμανικό νόμο, που ίσχυε από το 1864, η πρωτογενής διαίρεση της αυτοκρατορίας ήταν το βιλαέτι («νομαρχία» ή «γενική διοίκηση»). Κάθε βιλαέτι χωριζόταν σε σαντζάκια και αυτά σε καζάδες. Σύμφωνά με αυτή την απογραφή, το χωριό ανήκε στον Καζά Λούρου, ο οποίος βρισκόταν στο σαντζάκι Πρεβέζης, το οποίο με τη σειρά του, ανήκε στο βιλαέτι Ιωαννίνων. Με βάση λοιπόν αυτή την απογραφή, στη Γαβριά κατοικούσαν 14 οικογένειες (χανέδες) με συνολικό πληθυσμό 82 άτομα (33 άνδρες, 49 γυναίκες). Η στατιστική μας ενημερώνει επίσης ότι η Γαβριά απείχε 2 ώρες και 30 λεπτά από την έδρα του καζά, τη Φιλιππιάδα, απόσταση περίπου ίδια με εκείνη της Γενίτσαρης (τμήμα της σημερινής Ανέζας) και μικρότερη κατά 1 ώρα από εκείνη του γειτονικού Ψαθοτοπίου. Η πληροφοριά αυτή αλλά και το γεγονός ότι οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν στο ναό του Αγίου Νικολάου της Ανέζας και όχι στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου στο Ψαθοτόπι έρχεται να δώσει κάποια βάση στα λεγόμενα των κατοίκων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η αρχική τοποθεσία του χωριού βρισκόταν δίπλα στην Ανέζα και συγκεκριμένα στη θέση «Παλαιοχώρια».[38] Ο αντισυνταγματάρχης του μηχανικού Νικόλαος Σχινάς στο έργο του «Οδοιπορικόν Ηπείρου» που εξέδωσε το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών (Αθήνα 1897) μας πληροφορεί ότι στη Γαβριά την εποχή εκείνη κατοικούσαν 24 οικογένειες γεωργών και το χωριό ήταν βακούφι της Μητρόπολης.[39][40]
Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897)
Κατά τη διάρκεια του ατυχή Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, η Γαβριά και τα γειτονικά χωριά, απελευθερώθηκαν προσωρινά. Ο πόλεμος που κήρυξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά του Βασιλείου της Ελλάδας το 1897, ήταν απόρροια της τότε έκβασης του Κρητικού προβλήματος, αρνούμενη η πρώτη το αίτημα της διενέργειας δημοψηφίσματος στην Κρήτη προκειμένου ο ίδιος ο κρητικός λαός να δώσει λύση στο πρόβλημα. Η αφορμή δόθηκε όταν στις 27 Μαρτίου με το παλαιό / 8 Απριλίου 1897 με το νέο, ένοπλα σώματα ατάκτων εισόρμησαν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.

Ο ελληνικός στρατός εκστρατείας συγκροτήθηκε σε τρεις μεραρχίες. Η 1η Μεραρχία με διοικητή τον υποστράτηγο Νικόλαο Μακρή είχε το στρατηγείο στη Λάρισα, η 2η Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Γεώργιο Μαυρομιχάλη με στρατηγείο τα Τρίκαλα και η 3η Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Μάνο, στην περιοχή της Άρτας. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που υπήρχαν στην Άρτα ήταν οι εξής: Το 6ο Σύνταγμα Πεζικού, το 9ο Σύνταγμα Πεζικού, το 10ο Σύνταγμα Πεζικού, το 12ο Σύνταγμα Πεζικού, το 1ο Τάγμα Ευζώνων, το 3ο Τάγμα Ευζώνων και το 10ο Τάγμα Ευζώνων. Στην περιοχή, εκτός από αυτές τις δυνάμεις, υπήρχε και το 1ο Σύνταγμα Πυροβολικού με 4 ορεινές και 4 πεδινές πυροβολαρχίες και δύο συζυγαρχίες πυρομαχικών πυροβολικού, ένα τάγμα Μηχανικού με 5 λόχους και μία διμοιρία Τηλεγραφητών, τρεις ίλες ιππικού του 1ου Ιππικού Συντάγματος, 6 μονάδες χειρουργείων και 2 ουλαμοί εφοδιασμού. Συνολικά, οι ελληνικές δυνάμεις που βρισκόντουσαν στην Άρτα, αριθμούσαν περίπου 22000 στρατιώτες.[41]
Στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου υπήρχε η Δυτική Μοίρα του ελληνικού στόλου, υπό τον Πλοίαρχο Δημήτριο Κριεζή και χωριζόταν σε δύο υπομοίρες. Σύμφωνα με το σχέδιο, η μία Μοίρα θα αναλάμβανε να βομβαρδίσει τα φρούρια μέσα στον Αμβρακικό κόλπο ενώ η άλλη Μοίρα θα βομβάρδιζε το φρούριο της Πρέβεζας και θε έλεγχε γενικότερα την κίνηση στο θαλάσσιο χώρο του Αμβρακικού. Τη Δυτική Μοίρα αποτελούσαν τα εξής πλοία: Το θωρηκτό «Σπέτσαι», η θωρακοβάρις «Βασιλεύς Γεώργιος Α'», ο ατμομυοδρόμωνας «Ευρώτας», το οπλιταγωγό «Θράκη», το οπλιταγωγό «Ιωνία», η ατμοβάρις «Άκτιον», η ατμοβάρις «Αμβρακία», η κανονιοφόρος «Α», η κανονιοφόρος «Β», η κανονιοφόρος «Γ», η κανονιοφόρος «Δ», η ατμοημιολία «Κίχλη», η ατμοημιολία «Αφρόεσσα» και το καταδρομικό «Μιαούλης». Η μεταφορά πολεμικού υλικού εντός του Αμβρακικού κόλπου γινόταν με το ατμόπλοιο «Μακεδονία».[42][43]
Το πρωί στις 6 Απριλίου/18 Απριλίου 1897, Κυριακή των Βαΐων το ατμόπλοιο «Μακεδονία» δέχτηκε καταιγιστικά πυρά στο στόμιο της Πρέβεζας και προσάραξε σε αβαθή προς το Άκτιο.[44] Το συγκεκριμένο γεγονός σήμανε την έναρξη του πολέμου στο μέτωπο της Ηπείρου. Στην πόλη της Άρτας ο ελληνικός στρατός έλαβε θέση μάχης και διατάχθηκε το 9ο Σύνταγμα Πεζικού να μεταβεί στην Περάνθη. Το αρχηγείο είχε εγκατασταθεί στη θέση «Κοροδήμου» και τα πυρομαχικά είχαν μεταφερθεί στο Μενίδι για λόγους ασφαλείας ενώ είχε αρχίσει και η μεταφορά του νοσοκομείου στο Κομπότι. Την ίδια ημέρα δόθηκε εντολή για ολική εκκένωση της πόλης της Άρτας.

Στις 2 μ.μ. ο αρχηγός της Δυτικής Μοίρας τηλεγράφησε στον διοικητή Θρασύβουλο Μάνο και τον ενημέρωσε ότι έλαβε διαταγή για έναρξη κανονιοβολισμών κατά των φρουρίων της Πρέβεζας και του Αμβρακικού και μία ώρα μετά ο συνταγματάρχης Μάνος έδωσε και αυτός εντολή στο πεζικό που βρισκόταν στην Άρτα να ανοίξει πυρ κατά μήκος της γραμμής του Αράχθου. Η 2η πεδινή πυροβολαρχία χτύπησε πρώτη το τουρκικό φρούριο στη θέση «Ιμαρέτ» και έλαβε άμεση απάντηση με καταιγισμό πυρών από τα 6 μεγάλα πυροβόλα, τα οποία έβαλλαν συντονισμένα κατά του Αμυντικού Στρατώνα Άρτας. Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών στο Ιμαρέτ υπήρξε και ταυτόχρονη ανταλλαγή πυροβολισμών στη γέφυρα της Άρτας αλλά και στην περιοχή της Κάτω Παναγιάς και της Περάνθης. Στις 4 μ.μ. τα κανονιοφόρα του ελληνικού στόλου βομβάρδισαν το φρούριο της Σαλαώρας και κατέστρεψαν τα 2 πυροβόλα τύπου «Άρμστρονγκ».[45]
Το βράδυ της 6ης Απριλίου, τοποθετήθηκε κινητή γέφυρα στο ύψος της Περάνθης και το πρωί της 7ης Απριλίου διήλθαν από αυτή, ένας λόχος Μηχανικού, ένας λόχος του 9ου Συντάγματος Πεζικού και 2 ίλες ιππικού και ύστερα από σφοδρή μάχη κατέλαβαν τα χωριά Νεοχώρι, Παχυκάλαμος και Ακροποταμιά. Ο ελληνικός στρατός με την αρωγή δύο πλοίων της Μοίρας Αμβρακικού κατέλαβε σε ελάχιστη ώρα, όλη την περιοχή μέχρι τις εκβολές του Αράχθου. Ταυτόχρονα, στρατιώτες του 12ου Συντάγματος Πεζικού, οι οποίοι βρισκόντουσαν στο ύψος του Γλυκορρίζου, κατάφεραν να περάσουν στην απέναντι όχθη του Αράχθου και να καταλάβουν το χωριό Κεραμάτες.[46]
Στις 8 Απριλίου πέρασε στην απέναντι όχθη του Αράχθου, ένας λόχος Μηχανικού, μία Πεδινή Πυροβολαρχία και η επιλαρχία Σούτσου με 300 ίππους και εγκαταστάθηκε στο Νεοχώρι και με την βοήθεια του 12ου Συντάγματος κατέλαβε τα χωριά Ανθότοπος, Αγία Παρασκευή και Καλομόδια. Οι Τούρκοι, χρησιμοποιώντας ως ασπίδα τα γυναικόπαιδα της περιοχής, υποχώρησαν στο χωριό Μύτικα και οχυρώθηκαν στον Πύργο του Φουάτ Μπέη όπου υπήρχαν περίπου 1000 στρατιώτες. Ο διοικητής της 2ης ταξιαρχίας, Ταξίαρχος Σέχος διέταξε το ιππικό να ανιχνεύσει την περιοχή και στις 5 το απόγευμα δέχθηκε ισχυρούς πυροβολισμούς γύρω από τα χωριά Ψαθοτόπι, Γενίτσαρη και Μύτικα ενώ μία μικρή ίλη του τουρκικού ιππικού στάλθηκε για να εκδιώξει το ελληνικό ιππικό. Τα βράδυ της ίδιας ημέρας δόθηκε εντολη στον ταξίαρχο Σέχο να μη προχωρήσει πέρα από την γραμμή Ανθότοπος-Αγία Παρασκευή-Ψαθοτόπι-Μύτικα.[47]

Το πρωί της 9ης Απριλίου, έφτασαν πληροφορίες ότι οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τον Αρτινό κάμπο κατά τη διάρκεια της νύχτας και είχαν κινηθεί προς τη γέφυρα του Λούρου. Ο ανθυπολοχαγός του Πεζικού Τυλιγάδης πέρασε τη γέφυρα της Άρτας με τη συνοδεία μίας διμοιρίας για να ανιχνέυσει την περιοχή και στις 10 π.μ. έφτασε στους Κωστακιούς όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές. Στις 11 π.μ. ο διοικητής της 1ης ταξιαρχίας, Ταξίαρχος Μπότσαρης ανακοίνωσε την κατάληψη της γέφυρας της Άρτας και προχώρησε προς τους Κωστακιούς και έδωσε διαταγή να ανιχνεύσουν όλη την περιοχή του κάμπου και ο Ανθυπίλαρχος Πέτρος Μάνος κατέλαβε τα χωριά Ανέζα, Γενίτσαρη, Καλογερικό, Γαβριά, Ψαθοτόπι, Απόμερο και Μύτικα. Σημαντικές ποσότητες τροφίμων, καλαμποκιού και προβάτων εντοπίστηκαν στο Ψαθοτόπι και πέρασαν στα χέρια του Ελληνικού στρατού.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρες ο επίλαρχος Σούτσος εγκαταστάθηκε στη Γενίτσαρη και προχώρησε σε ανίχνευση προς την περιοχή των Κωστακιων ενώ ο ταγματάρχης Γερογιάννης κατέλαβε τον σταθμό «Μετζιτιέ» στην Ανέζα και κατέστρεψε τις γραμμές του τηλεγραφείου της Σαλαώρας. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Αθυπίλαρχος Πέτρος Μάνος μετέβη στη Σαλαώρα και δεν εντοπίσε εχθρικές δυνάμεις ενώ μεγάλος αριθμός πολεμοφοδίων είχε εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους και πέρασε στα χέρια του Ελληνικου στρατού. Ο ταξίαρχος Σέχος, ο οποίος κατέφθασε αργότερα στην Ανέζα και διέταξε το τάγμα Γερογιάννη να καταλάβει τη Σαλαώρα. Την ίδια ημέρα έφτασε στην Ανέζα και σώμα περίπου 100 Ηπειρωτών ανταρτών υπό τη διοίκηση των οπλαρχηγών Ψαθά και Σπύρου Κώστα.
Την επόμενη ημέρα, 10 Απριλίου, το 3ο τάγμα του 9ου Συντάγματος Πεζικού υπό τον ταξίαρχο Σέχο αναχώρησε από την Ανέζα διά μέσου του χωριού Ράχη προς τη γέφυρα του Λούρου ενώ στην Ανέζα παρέμεινε ένας λόχος Μηχανικού και μία επιλαρχία. Στη Σαλαώρα τοποθετήθηκαν λόχοι του 9ου, 10ου και 12 Συντάγματος Πεζικού και στις 11 π.μ. κατέφθασε ο αρχικυβερνήτης Τομπάζης με την ατμοβαρίδα «Άκτιο» και αποβιβάστηκαν 200 στρατιώτες, οι οποίοι ύψωσαν την ελληνική σημαία στο υπό κατοχή φρούριο.[48] Μέχρι το βράδυ της 10ης Απριλίου είχαν ελευθερωθεί τα χωριά Γαβριά, Ψαθοτόπι, Μύτικας, Ανέζα, Καλογερικό, Βίγλα, Ράχη, Καλόβατος, Πλησιοί, Κιρκιζάτες, Στρογγυλή, Ζαβάκα, Καλομόδια, Αγία Παρασκευή, Κωστακιοί, Ακροποταμιά, Κεραμάτες, Νεοχώρι, Ανθότοπος, Χαλκιάδες, Ρόκκα, Άγιος Σπυρίδωνας, Ελευθεροχώρι, Καμπή και η πόλη της Φιλιππιάδας.[49][50]
Η κακή οργάνωση του Ελληνικού στρατού, η απουσία επαρκούς εφοδιασμού και η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη ανάγκασε το στράτευμα να υποχωρήσει στις αρχικές γραμμές την 2 Μαΐου/15η Μαΐου και τελικά να υπογράψει ανακωχή στις 7 Μαΐου/20 Μαΐου 1897 και να τερματιστούν οι εχθροπραξίες στο μέτωπο της Ηπείρου. Τελικά με την μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ρωσίας, στις 20 Σεπτεμβρίου οι πολεμικές δραστηριότητες έλαβαν οριστικό τέλος και υπογράφτηκε ειρήνη.
Πριν την απελευθέρωση
Σύμφωνα με τα «Πρακτικά Δημογεροντίας Λούρου και Φιλιππιάδος» του 1900, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του χωριού παρέμενε αμετάβλητο και την περίοδο εκείνη η Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης ενοικίαζε τα κτήματα της Γαβριάς σε έναν ενοικιαστή ονόματι Κωνσταντίνο Τόλια, ο οποίος με τη σειρά του τα υπενοικίαζε σε έναν Τούρκο ονόματι Μουσταφά Αζίζ αγά.[51] Το 1910, η Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης δημοσιοποιεί τα στοιχεία της απογραφής που πραγματοποίησε το ίδιο έτος σε όλη την εκκλησιαστική περιφέρεια και μας πληροφορεί ότι η Γαβριά υπαγόταν στο τμήμα Λούρου και στο χωριό κατοικούσαν 102 άτομα.[52]
Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και απελευθέρωση

Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας ενώ με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας σε κάποιο ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού.
Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων ενώ ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα είχε καθαρά αμυντικό ρόλο. Η έδρα του στρατηγείου του στρατού Ηπείρου ήταν η πόλη της Άρτας. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που υπήρχαν στην Άρτα ήταν οι εξής: Το 15ο Σύνταγμα Πεζικού, το 3ο Τάγμα Ευζώνων (Τσολιάδων), το 3ο Ανεξάρτητο Τάγμα Ευζώνων, το 7ο Τάγμα Ευζώνων και το 10ο Τάγμα Ευζώνων. Στην περιοχή, εκτός από αυτές τις δυνάμεις, υπήρχαν και δύο μοίρες πεδινού και ορειβατικού πυροβολικού, ένας λόχος Μηχανικού, μία ίλη ιππικού, μονάδες εφοδιασμού και χειρουργείων. Στον στρατό Ηπείρου είχαν ενταχθεί και σώματα εθελοντών Κρητών και μία διμοιρία Κυπρίων. Συνολικά, οι ελληνικές δυνάμεις που βρισκόντουσαν στην Άρτα, αριθμούσαν περίπου 11000 στρατιώτες.
Στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου υπήρχε η ναυτική μοίρα Αμβρακικού, την οποία αποτελούσαν τα εξής πλοία: Η ατμοβαρίδα «Άκτιον», η ατμοβαρίδα «Αμβρακία», ο ατμομυοδρόμωνας «Πηνειός», ο ατμομυοδρόμωνας «Αχελώος», ο ατμομυοδρόμωνας «Ευρώτας», ο ατμομυοδρόμωνας «Αλφειός», η κανονιοφόρος Α, η κανονιοφόρος Γ και η κανονιοφόρος Δ.[53]

Ο στρατηγός Σαπουτζάκης, με βάση τις πληροφορίες που είχε για την οργάνωση και τις κινήσεις του Τουρκικού στρατού, θεώρησε σωστό να περάσει τον Άραχθο και να επιτεθεί και γι'αυτό έστειλε τηλεγράφημα στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, το οποίο όμως απάντησε αρνητικά στην πρόταση του. Ο Σαπουτζάκης αγνόησε το τηλεγράφημα και στις 2 το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου, το 7ο τάγμα Ευζώνων πέρασε τη γέφυρα της Άρτας με τη συνοδεία του πυροβολικού, απώθησε τους Τούρκους και εδραιώθηκε στους Κωστακιούς και την περιοχή Μαρατιού. Πιθανολογείται ότι η απελευθέρωση της Γαβριάς και των υπολοίπων χωριών του κάμπου, έλαβε χώρα την επόμενη ημέρα όπου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε και οχύρωσε τα γύρω χωριά Κιρκιζάτες, Πλησιούς, Ρόκκα, Χαλκιάδες και Αμμότοπο. Η περιοχή της Άρτας, χωρίστηκε σε 3 τομείς ευθύνης και στα χωριά του κάμπου, ανέλαβε ο διοικητής του 3ου Τάγματος Ευζώνων, αντισυνταγματάρχης Αλέξανδρος Κοντούλης. Το μεσημέρι της 7ης Οκτωβρίου, ο Κοντούλης έστειλε έφιππα σώματα σε όλα τα χωριά του κάμπου για να δηλώσουν με την παρουσία τους, την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της περιοχής στο Ελληνικό κράτος. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, σώματα ατάκτων Ηπειρωτών από τα χωριά του κάμπου, εντάχθηκαν στο σώμα στρατού του Αλέξανδρου Κοντούλη.
Η ναυτική μοίρα Αμβρακικού, από την πρώτη ημέρα έναρξης του πολέμου, είχε εισέλθει στον Αμβρακικό κόλπο και συνόδευε τα εμπορικά πλοία «Πύλαρος», «Αμαλία», «Αγγελική», «Ισμήνη» και «Αλκυών», τα οποία μετέφεραν τρόφιμα και πολεμικό υλικό από την Βόνιτσα και την Αμφιλοχία προς το λιμάνι της Κόπραινας. Την 8η Οκτωβρίου, η ναυτική μοίρα έλαβε εντολή να κατευθυνθεί στο λιμάνι της Σαλαώρας και να εκδιώξει τους Αλβανούς αντάρτες που είχαν εγκατασταθεί εκεί και παρεμπόδιζαν τις αναγνωριστικές δραστηριότητες του Ελληνικού στρατού στην περιοχή. Όταν έγινε η αποβίβαση στη Σαλαώρα, οι έλληνες στρατιώτες δεν βρήκαν κανέναν και σύμφωνα με πληροφορίες των κατοίκων της Κορωνησίας, οι Αλβανοί είχαν τραπεί σε φυγή το πρωί της 7ης Οκτωβρίου.
Το βράδυ, 10 Οκτωβρίου 1912, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση στα υψώματα του Γριμπόβου με αποτέλεσμα να εκτοπίσουν τα Ελληνικά τμήματα που κατείχαν τα βόρεια υψώματα και μετά στράφηκαν προς τη νότια πλευρά όπου εκεί όμως συνάντησαν την αντίσταση του 15ου Συντάγματος Πεζικού του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Πολυμενάκου, ο οποίος κατάφερε να κρατήσει τις γραμμές όλη τη νύχτα. Το ίδιο βράδυ, ενώ οι μάχες στο Γρίμποβο ήταν σε εξέλιξη, ένα μικρό απόσπασμα 150 ευζώνων καταλαμβάνει τη στρατηγικής σημασίας περιοχή των Ανωγείων. Με το πρώτο φως της ημέρας, την 11η Οκτωβρίου κατέφθασαν ενισχύσεις στα υψώματα του Γριμπόβου από το 3ο Τάγμα Ευζώνων του Αλέξανδρου Κοντούλη και ο Ελληνικός στρατός κατάφερε να εκδιώξει τους Τούρκους από το Γρίμποβο, οι οποίοι οχυρώθηκαν στα υψώματα της Καμπής. Το σούρουπο της 11ης Οκτωβρίου, το σώμα ευζώνων που βρισκόταν στα Ανώγεια, έκανε νέα επίθεση και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του φρουρίου στα Πέντε Πηγάδια. Η κατάληψη όμως των Ανωγείων και του φρουρίου από τους εύζωνες, έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο τον Τουρκικό στρατό και ο διοικητής Εσάτ Πασάς διέταξε την άμεση υποχώρηση προς τα Ιωάννινα για να μην αποκοπεί και εξοντωθεί στην κοιλάδα του Λούρου και στα δύσκολα περάσματα των Πέντε Πηγαδιών. Η υποχώρηση έλαβε χώρα τη νύχτα της 11ης με 12 Οκτωβρίου 1912 και ο Τουρκικός στρατός εγκατέλειψει οριστικά την περιοχή της Άρτας.[54]
Περίοδος του Μεσοπολέμου
Σύμφωνα με πηγές του 1929, η Γαβριά παρέμενε ιδιωτικό τσιφλίκι, με τη Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης να κατέχει τα 4/5 της έκτασής, ενώ το υπόλοιπο 1/5 ανήκε στο ελληνικό δημόσιο. Η συνολική έκταση του κτήματος ανερχόταν σε 1541 στρέμματα και κατανέμονταν σε διάφορες χρήσεις γης. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις κάλυπταν 991 στρέμματα, ενώ οι οικιστικές εκτάσεις ανέρχονταν σε 207 στρέμματα. Επιπλέον, υπήρχαν 20 στρέμματα αυλακιών, 156 στρέμματα βαλτωδών εκτάσεων, 11 στρέμματα δρόμων και 10 στρέμματα δασικών εκτάσεων. Τα λιβάδια καταλάμβαναν 89 στρέμματα, τα χέρσα εδάφη εκτείνονταν σε 37 στρέμματα ενώ περίπου 16 στρέμματα ανήκαν στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η αγροτική παραγωγή περιλάμβανε κυρίως φασόλια (4.910 οκάδες), σιτάρι (21.250 οκάδες), βρώμη (26.250 οκάδες) και αραβόσιτο (66.285 οκάδες), με τις καλλιέργειες να εστιάζουν κυρίως στη μικτή παραγωγή δημητριακών και οσπρίων.[55]
Β' Παγκόσμιος πόλεμος

Κατα τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες έχασαν την ζωή τους. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρξαν και δύο κάτοικοι της Γαβριάς. Ο Νάσης Αναστάσιος του Βασιλείου, ο οποίος γεννήθηκε το 1916, υπήρξε στρατιώτης του 40ου Συν.Ευζώνων και σκοτώθηκε στο ύψωμα Κτισμάτων Πωγωνίου, στις 21 Νοεμβρίου 1940 και ο Νάσης Νέστωρ του Βασιλείου, ο οποίος γεννήθηκε το 1919, υπήρξε δεκανέας στο 3ο Συν.Ιππικού και σκοτώθηκε στο Μάζι Κόνιτσας, στις 24 Νοεμβρίου 1940.[56]
Μετά την υπογραφή του οριστικού πρωτοκόλλου συνθηκολόγησης της Ελλάδας, στις 23 Απριλίου του 1941, η περιοχή της Άρτας πέρασε στην κατοχή των Ιταλικών στρατευμάτων. Από τις πρώτες ηµέρες της κατοχής ο πληθυσµός της Άρτας, αγροτικός και αστικός, βρέθηκε ενώπιον µεγάλων προβληµάτων επιβίωσης. Το 1942 οι αντιστασιακές οργανώσεις έκαναν την εμφάνιση τους στην περιοχή. Τα καμποχώρια της Άρτας αποτελούσαν τον κύριο τροφοδότη των ανταρτών, από τα οποία έπαιρναν τρόφιμα για να ενισχύσουν τον αγώνα που διεξαγόταν στον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων.[57] Από τις αρχές του 1943 το ένοπλο αντάρτικο γνώρισε µεγάλη ανάπτυξη στην περιοχή της Άρτας. Όσον αφορά την Ιταλική διοίκηση, αυτή προσπαθούσε να αντιµετωπίσει τα προβλήµατα που δημιουργούσε η αυξανόµενη επέκταση της αντάρτικης δράσης στην ύπαιθρο. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Ιταλών στον κάμπο ήταν περιορισµένης κλίµακας. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943, η 37η Ιταλική μεραρχία πυροβολικού "Μόντενα" με διοικητή τον Ερμπέρτο Παπίνι, που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Άρτας, παρέδωσε τον οπλισμό στους Γερμανούς, οι οποίοι ανέλαβαν τον έλεγχο του χώρου.[58]
Πέρα από τα προβλήματα που δημιουργούσε η Γερμανική κατοχή, οι κάτοικοι του κάμπου ερχόταν καθημερινά αντιμέτωποι με επεισόδια και αψιμαχίες, αλλά και κατασταλτικές πολιτικές εκ μέρους των δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων, του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ. Την περίοδο εκείνη οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ είχαν περιορισθεί σε στο τμήμα δυτικά του Αράχθου, ουσιαστικά στις περιοχές της Λάκκας Σουλίου και του Ξηροβουνίου, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της Ηπείρου, ήταν ελεγχόμενο από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Παρ' όλα αυτά η περιοχή του κάμπου της Άρτας ανήκε στις διαμφισβητούμενες περιοχές, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την έντονη παρουσιά και των δύο αντάρτικων ομάδων.[59] Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της 8ης Μεραρχίας προς το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ στην οποία διαβάζουμε "Την 19ην ώραν της 21ης Μαρτίου, ο πρόεδρος Ανέζης Μιχαήλ Ρώσας, οδήγησεν Εδεσικόν Τμήμα εις Ανέζαν. Το τμήμα τούτο μέχρι της πρωϊας της 22ας είχε περιέλθει τα χωριά Κωστακιούς, Κεραμάτες, Γαβριά, Ψαθοτόπι, Μύτικα, Αγία Παρασκευή, Κολομόδια" ενώ δεν έλειπαν και τα ακραία φαινόμενα λεηλασίας όπως μας πληροφορεί μία άλλη αναφορά της ίδιας μεραρχίας στην οποία διαβάζουμε "Η κατάσταση που επικρατεί εκεί (στον κάμπο) είναι απερίγραπτη, κλοπές, λεηλασίες, αρπαγές, βιασμοί, δολοφονίες, αποτελούν τη δράση των Εδεσικών ομάδων Παπαπάνου, Μίκροβα (μοιράρχου), Πλαστήρα (ανθ/στη χωρ/κής), Βόιδαρου, Καϋμενάκη, Ρίγανη (ληστων) κ.λ.π." όπως επίσης "Στις αρχές του Μάη τραυματίζουν τους συναγ. Δ. Τσαμπάν από την Ανέζα και Ε. Γιώτην από Γαβριάν. Λεηλατήθηκαν ολόκληρες προίκες, ιδιαίτερα στην Ανέζα, Κωστακιούς, Γαβριά, Άγ. Σπυρίδωνα".[60]
Αξιοσημείωτο γεγονός είναι αυτό που μας περιγράφει ο υπομοίραρχος της χωροφυλακής Ιωάννης Πλαστήρας, ο οποίος το 1944, στα πλαίσια της κατασκοπευτικής του δράσης, εισήλθε στην πόλη της Άρτας μεταμφιεσμένος σε ιερέα και με πλαστή ταυτότητα στην οποία αναγραφόταν τα στοιχεία του τότε ιερέα της Γαβριάς, π.Αριστείδη Χαραλάμπους, κατάφερε να συγκεντρώσει σημαντικές πληροφορίες για τον απελευθερωτικό αγώνα.[61]
Μετά τον Εμφύλιο πόλεμο
Η λήξη του πολέμου βρήκε κατεστραμμένα τα χωριά του κάμπου. Οι κάτοικοι της Γαβριάς εξαιτίας της ύπαρξης βάλτου αδυνατούσαν να εφαρμόσουν συστηματικές καλλιέργειες και ήταν πολύ συχνά τα φαινόμενα ελονοσίας. Τα σπίτια των κατοίκων ήταν κατασκευασμένα από λάσπη, άχυρο και καλάμια. Οι πρώτοι μάστορες εμφανίστηκαν στον κάμπο το 1949 και άρχισαν να κατασκευάζουν πέτρινα σπίτια με πέτρα που μετέφεραν με κάρα από το Μαυροβούνι της Βίγλας όπου κάποιος νταμαρτζής, με υποτυπώδη εκρηκτικά, έκανε την εξόρυξη και προμήθευε την περιοχή με την ακατέργαστη πρώτη ύλη. Περίπου εκείνη την εποχή κατασκευάστηκε το πρώτο πέτρινο σπίτι στο χωριό. Η πληρωμή των μαστόρων γινόταν συνήθως με γεωργικά προϊόντα ή οτιδήποτε άλλο διέθετε η κάθε οικογένεια. Τα περισσότερα σπίτια είχαν ένα προθάλαμο και δύο δωμάτια. Κάθε σπίτι που ολοκληρωνόταν, υπήρχε το έθιμο να τοποθετούν έναν ξύλινο σταυρό στο ταβάνι και να δίνουν ευχές.

Στον κάμπο, στις αρχές της δεκαετίας του '50 άρχισαν να λαμβάνουν χώρα τα πρώτα αρδευτικά έργα για την αποξήρανση του βάλτου από τη Βρετανική εταιρεία Boots Ltd και ξεκίνησε ο συστηματικός ψεκασμός με αεροπλάνα για την αντιμετώπιση της μάστιγας των κουνουπιών. Σύμφωνα με το επιστημονικό περιοδικό Rivista di Malariologia, οι αεροψεκασμοί στη Γαβριά πραγματοποιήθηκαν στις 22 Ιουνίου του 1953 και χρησιμοποιήθηκε υψηλή ποσότητα εντομοκτόνου, γεγονός που υποδηλώνει το σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του χωριού.[62] Η ελονοσία αλλά και ο σημαντικός αριθμός κατοίκων με στίγμα της μεσογειακής αναιμίας (ετερόζυγος β-μεσογειακή αναιμία), δρεπανοκυτταρική αναιμία και ανεπάρκεια του ερυθροκυτταρικού ενζύμου G6PD αποτέλεσαν την αφορμή για διεξαγωγή επιστημονικής μελέτης, το καλοκαίρι του 1962. Το αποτέλεσμα της μελέτης ήταν πως οι συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων ήταν πιο ανθεκτικές απέναντι στην ελονοσία.[63][64][65]
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 αρχίζει η χάραξη νέων δρόμων και γίνεται η διάνοιξη και ασφαλτόστρωση του σημερινού δρόμου από το χωριό προς τον κύριο οδικό άξονα που συνδέει την πόλη της Άρτας με την Κορωνησία με αποτέλεσμα η πρόσβαση προς την πόλη να γίνει πλέον ευκολότερη. Σύμφωνα με έναν Αυστριακό χάρτη του 1910, πριν τη διάνοιξη του δρόμου, η πρόσβαση στην πόλη της Άρτας ήταν δυνατή μόνο μέσω ενός αγροτικού δρόμου που οδηγούσε στους Κωστακιούς. Η μετακίνηση των κατοίκων, η οποία πριν την κατασκευή του δρόμου γινόταν με κάρα ή με τα πόδια άλλαξε μορφή και τη θέση των αλόγων πήραν τα πρώτα λεωφορεία. Το 1969 δρομολογήθηκε η αστική γραμμή συγκοινωνίας Άρτα - Μύτικα διευκολύνοντας σημαντικά την πρόσβαση στην πόλη.[66]
Τη δεκαετία του '60 στη Γαβριά ξεκίνησε να λειτουργεί ένα μικρό τυροκομείο (μπατζιαριό) των αδελφών Θεοδώρου από το Βαθύπεδο. Οι κτηνοτρόφοι της Γαβριάς αλλά και των γειτονικών χωριών μετέφεραν το γάλα σε τενεκέδες και το παρέδιδαν στον τυροκόμο (μπάτζιο), ο οποίος έφτιαχνε τυρί. Το τυροκομείο στεγαζόταν σε ένα μικρό πέτρινο οίκημα και η διαδικασία παραγωγής τυριού γινόταν χειρωνακτικά. Η λειτουργία του υπήρξε συνεχής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, περίοδο που άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σύγχρονα τυροκομεία στην περιοχή με αυτοματοποιημένη γραμμή παραγωγής γαλακτοκομικών προιόντων, γεγονός που οδήγησε στην εγκατάλειψη του.[67][68]
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 με το άνοιγμα των αγορών εργασίας της Γερμανίας, της Αυστραλίας και της Αμερικής, αρκετοί κάτοικοι ξενιτεύτηκαν προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Η άσχημη οικονομική κατάσταση των περισσότερων οικογενειών και η ανάγκη εξεύρεσης εργασίας οδηγούσε πολλά παιδιά στο να εγκαταλείψουν το σχολείο μόλις τελείωναν το δημοτικό ή ακόμη και πριν την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης, διότι πιεζόταν από τους γονείς να εργαστούν στα χωράφια ή να μάθουν κάποια τέχνη.[69]
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 ακολουθεί η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Η μονοκαλλιέργεια του ρυζιού δίνει τη θέση της στο βαμβάκι και αργότερα στα εσπεριδοειδή, μια προσοδοφόρα καλλιέργεια, η οποία έδωσε μεγάλη ώθηση στην τοπική οικονομία.
Remove ads
Διοικητικές μεταβολές
Μέχρι το 1919, η Γαβριά αποτελούσε τμήμα της κοινότητας Ανέζας από την οποία αποσπάστηκε το 1921 και ενώθηκε με την γειτονική κοινότητα Κωστακιών.[70] Η αναγνώριση της Γαβριάς, σε αυτόνομη κοινότητα έγινε το 1930, με το Π.Δ 23/07/1930.[71] Το 1997 η κοινότητα καταργήθηκε και σύμφωνα με το Σχέδιο Καποδίστρια, η Γαβριά αποτέλεσε δημοτικό διαμέρισμα του νεοσύστατου Δήμου Αμβρακικού, με έδρα την Ανέζα.[72] Ο νόμος βρισκόταν σε ισχύ μέχρι το τέλος του 2010, οπότε και αντικαταστάθηκε από τη νέα διοικητική διαίρεση που προβλέπει το Σχέδιο Καλλικράτης, με αποτέλεσμα η Γαβριά να ενταχθεί στο Δήμο Αρταίων.[73]
Τοποθεσία και Πρόσβαση
Η Γαβριά βρίσκεται στη καρδιά του κάμπου της Άρτας και γειτνιάζει με άλλα χώρια όπως το Ψαθοτόπι, το Απόμερο, το Μύτικα, την Ανέζα, τα Καλομόδια, τους Κωστακιούς και απέχει περίπου 3,5 χλμ. από τις εγκαταστάσεις των σχολών τεχνολογίας-γεωπονίας του ΤΕΙ Ηπείρου. Επίσης η απόσταση που χωρίζει το χωριό από τις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού είναι περίπου 14 χλμ.[74] Συνδέεται οδικώς με την Άρτα μέσω της Επαρχιακής οδού Άρτας – Κορωνησίας.[75] Το χωριό εξυπηρετεί η γραμμή Άρτα - Μύτικα, του Αστικού ΚΤΕΛ Άρτας.[76]
Remove ads
Δημογραφικά στοιχεία
Σήμερα ο πληθυσμός ανέρχεται στους 308 μόνιμους κατοίκους (απογραφή 2021),[77] εμφανίζοντας μείωση σε σχέση με την απογραφή του 2011, όπου ο πληθυσμός ανερχόταν στους 377 κατοίκους.[78] Στη Γαβριά διαμένει περίπου το 1% του συνολικού πληθυσμού του διευρυμένου Δήμου Αρταίων. Ο πληθυσμός του χωριού μετά από χρόνια συνεχούς αύξησης (από το 1961 εως το 1991 ο πληθυσμός διατηρήθηκε πάνω από τους 400 κατοίκους), σημείωσε μείωση στην απογραφή του 2001. Η πρώτη φορά που το χωριό ξεπέρασε τους 400 κατοίκους ήταν το 1961 ενώ ο μέγιστος αριθμός κατοίκων σημειώθηκε το 1991 με 445 κατοίκους. Με την απογραφή του 2021, το επίπεδο του πληθυσμού, πλησίασε εκείνο του 1940. Η μείωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μετακίνηση πολλών κατοίκων στην πόλη της Άρτας, στη μετανάστευση αλλά και στο γενικό κλίμα υπογεννητικότητας.
Οι πληθυσμιακές διακυμάνσεις, αποτυπώνονται στον παρακάτω πίνακα.[79]

Τα πιο κοινά επίθετα στο χωριό είναι Τζιομάκης, Νάσης, Φούντας, Λούσιας.[80]
Remove ads
Κλίμα
Το κλίμα της περιοχής του κάμπου της Άρτας, με βάση τη βιοκλιματική κατάταξη του Emberger που εφαρμόζεται στα μεσογειακά κλίματα, αποτιμάται ως μέτρια θερμό και υγρό ενώ με βάση την κλίμακα του Köppen το κλίμα εντάσσεται στην κατηγορία Csa με πολλές βροχοπτώσεις και υγρασία από το φθινόπωρο έως την άνοιξη και έντονη ζέστη και σχετική ξηρασία κατά τους θερινούς μήνες.[81] Ο κλιματικός τύπος κατά Thornthwaite εντάσσει την περιοχή στην κατηγορία B3' b4' s2 C2 δηλαδή το κλίμα ανήκει στα μεσόθερμα (B3') με δείκτη θερμικής αποτελεσματικότητας (Ιθ) από 85,5 μέχρι 99,7 cm, δείκτη θερινής συγκέντρωσης (Cθ) (b4') από 48,0 μέχρι 51,9%, κλιματικό τύπο υγρασίας (C2) ημίυγρο προς υγρό, μεγάλο έλλειμμα νερού κατά το θέρος (s2) και δείκτη ξηρότητας πάνω από 20%. Η περίοδος κατά την οποία απουσιάζουν φαινόμενα παγετού αρχίζει τον Μάρτιο και φθάνει ως τις αρχές του Δεκέμβρη ενώ η θερμοκρασία πολύ σπάνια πέφτει κάτω από τους -5 °C με βάση τις κλιματοδασικές ζώνες του Mayr. Οι χιονοπτώσεις είναι σπάνιες, με σημαντικότερη των τελευταίων 30 ετών, εκείνη του Μαρτίου του 1987.[82][83][84]
Remove ads
Παραγωγή και Απασχόληση

Οι κάτοικοι έχουν ως κύρια ασχολία την κτηνοτροφία, την πτηνοτροφία, τη χοιροτροφία και τη γεωργία με κύριες καλλιέργειες: πορτοκάλι, μανταρίνι, ακτινίδιο, καλαμπόκι, τριφύλλι. Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει και η καλλιέργεια ροδιών. Πριν τα μέσα της δεκαετίας του '60 υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη η καλλιέργεια ρυζιού εξαιτίας της βαλτώδης έκτασης που κάλυπτε την περιοχή. Αξιόλογη είναι και η θερμοκηπιακή καλλιέργεια οπωρολαχανικών όπως ντομάτες, αγγούρια και πιπεριές. Σήμερα, οι συνολικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις καλύπτουν μια περιοχή 5.400 τ.μ και αντιστοιχούν στο 3,30% επί του συνόλου των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του πρώην Δήμου Αμβρακικού.[87][88]
Αξιοσημείωτη είναι η φυλή προβάτων που εκτρέφουν οι κάτοικοι του χωριού αλλά και γενικά στην υπόλοιπη περιοχή της Άρτας. Η φυλή προβάτων Άρτας (Φριζάρτα, Φρισλανδόμορφο ή Φρισλανδινόμορφο πρόβατο της Άρτας), είναι «συνθετική» φυλή. Το 50% περίπου των γονιδίων της προέρχονται από τη Φρισλανδική φυλή, η οποία είναι η καλύτερη γαλακτοπαραγωγός φυλή προβάτων στον κόσμο. Η βελτιωμένη αυτή φυλή πρωτοδημιουργήθηκε στην πεδινή περιοχή της Άρτας. Στην περιοχή αυτή εκτρέφονταν αρχικά το κοινό πρόβατο της περιοχής. Από το 1900 μέχρι το 1965 εισήχθησαν κατά καιρούς πολλές φυλές προβάτων. Από το 1968 ξεκίνησε η διαστάυρωση με πρόβατα Ανατολικής Φρισλανδίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας ομοιογενής πληθυσμός προβάτων, τα οποία από το 1982 αναγνωρίστηκαν από το Υπουργείο Γεωργίας ως μια νέα γνωστή φυλή, η φυλή Άρτας.[89]
Στη Γαβριά λειτουργεί βιομηχανία χυμοποίησης πορτοκαλιών, μια μονάδα μηχανικής επεξεργασίας και παραγωγής μεταλλικών προϊόντων και ειδικών κραμάτων αλουμινίου και πτηνοτροφικός συνεταιρισμός, ο οποίος ιδρύθηκε το 1966 από 8 πτηνοτρόφους και σήμερα θεωρείται η μεγαλύτερη βιομηχανία της Άρτας.[90][91][92][93]
Το χωριό διαθέτει αγροτικό συνεταιρισμό, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του '90 κατασκεύασε ιδιόκτητη γεφυροπλάστιγγα για την εξυπηρέτηση των αγροτών της περιοχής.
Remove ads
Χλωρίδα και πανίδα
Η Γαβριά βρίσκεται σχεδόν στην καρδιά του Αρτινού κάμπου και αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πανίδα και η χλωρίδα να μη διαφέρει σημαντικά από εκείνη των γειτονικών χωριών.
Χλωρίδα

Από πλευράς χλωρίδας απαντάται μεγάλο μέρος της άγριας χλωρίδας που υπάρχει και στα υπόλοιπα χωριά του κάμπου, κοντά στον Αμβρακικό κόλπο. Τα κλιματικά και βιοκλιματικά χαρακτηριστικά της περιοχής της Άρτας και το ήπιο ανάγλυφο στα πεδινά διαμορφώνουν ορισμένες φυτοκοινωνίες. Η Γαβριά κατατάσσεται στη Ζώνη Quercetalia ilicis, η οποία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της πεδινής έκτασης και διακρίνεται σε δύο υποζώνες, την Oleo-Cetaronion και την Quercion ilicis. Η Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia ilicis) εξαπλώνεται σε υψόμετρο από 0 μέχρι 600 m. Η υποζώνη Quercion ilicis, εμφανίζεται κυρίως σε θαμνώδη μορφή και είναι έντονα υποβαθμισμένη διότι το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων της συγκεκριμένης υποζώνης έχει εκχερσωθεί και έχει αποδοθεί στις καλλιέργειες.[94] Με βάση τις Κλιματοδασικές Ζώνες του Mayr, η Γαβριά βρίσκεται εντός της υγρότερης ζώνης αείφυλλων πλατύφυλλων (ΔΚΖ2). Η ζώνη αυτή χαρακτιρίζεται από θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων με αριά (Quercus ilex), κουμαριά (Arbutus unedo) και δενδρώδης ρείκι (Erica arborea).[95]
Χαρακτηριστικά φυτά της περιοχής είναι τα λάπατα, το αγριοσέσκουλο, τα ζόχια ή ζοχιά, τις μαργαρίτες, τα κρίνα κοντά στα αρδευτικά κανάλια, τις παπαρούνες αλλά και τους ευωδιαστούς νάρκισσους, γνωστοί στην Ήπειρο και ως «βοστίνες», φυτά τα οποία περιέχουν γαλανθαμίνη, μια χαρακτηριστική ουσία που θεραπεύει την άνοια. Έξω από το χωριό, στις χορτολιβαδικές εκτάσεις, στις όχθες των αρδευτικών καναλιών αλλά ακόμα και στις άκρες των χωμάτινων δρόμων υπάρχουν πολυάριθμοι αγκαθωτοί θάμνοι με βατόμουρα.
Η περιοχή παρουσιάζει μεγάλο αριθμό από πορτοκαλιές και μανταρινιές αλλά επίσης μπορεί κανείς να συναντήσει αρκετές ροδακινιές, κερασιές, ροδιές, αχλαδιές, συκιές, αμυγδαλιές και νερατζιές. Στους περίβολους των σπιτιών μπορεί κανείς να παρατηρήσει μουριές και σε διάφορα σημεία υπάρχουν αρκετά πλατάνια, κυπαρίσσια και λεύκες. Μέχρι τις αρχές του '90, λίγο έξω από το χωριό, υπήρχε ένα μικρό δάσος από κωνοφόρα. Το σχετικά εύκρατο κλίμα της περιοχής και το γεγονός ότι κατά τη χειμερινή περίοδο οι θερμοκρασίες υπό του μηδενός είναι σπάνιες, επιτρέπουν τη φύτευση καλλωπιστικών φυτών όπως τριανταφυλλιές, γαρυφαλλιές, κυκλάμινα και τουλίπες, τα οποία μπορεί κανείς να συναντήσει στις αυλές και τα μπαλκόνια των σπιτιών.
Στην περιοχή του κάμπου αλλά και στα Τζουμέρκα, ευδοκιμεί μια ποικιλία σταφυλιού με την ονομασία «ιζαμπέλα» ή ζαμπέλα. Η ζαμπέλα είναι ένα υβριδικό σταφύλι ιδιαίτερα ανθεκτικό και γευστικό και είναι ιδανικό για την παραγωγή τσίπουρου αλλά αντίθετα δεν ενδείκνυται για παραγωγή κρασιού. Έχει χρώμα σκούρο κόκκινο ή μαύρο και θεωρείται αγριόκλημα. Δεν έχει τη δυνατότητα να καλλιεργηθεί σε αμπέλι. Συνήθως όταν φθάσει τα δύο περίπου μέτρα, χρησιμοποιούνται τσιμεντένιες κολώνες πάνω στις οποίες γίνεται η τοποθέτηση συρμάτινων πλεγμάτων για τη στήριξη του φυτού και η συγκεκριμένη κατασκευή φέρει την ονομασία «κρεβατίνα».[96]
Πανίδα
Η πανίδα της περιοχής γύρω από τη Γαβριά είναι πλούσια και αποτελείται από σημαντική ποικιλία ειδών. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η μικρή απόσταση του χωριού (περίπου 2χλμ.) από τους βιότοπους Corine και Natura του Αμβρακικού.[97] Η πυκνή βλάστηση, οι διαθέσιμες ποσότητες νερού, η άφθονη τροφή και το ελάχιστα επιβαρυμένο περιβάλλον προσφέρουν τις ιδανικές συνθήκες για τα διάφορα είδη και αποτελούν άριστο τόπο φωλιάσματος. Τα θηλαστικά που έχει κανείς τη δυνατότητα να συναντήσει στην περιοχή είναι κυρίως χερσόβια (δενδρόβια και εδαφόβια). Ορισμένα από τα θηλαστικά που διαβιούν στην περιοχή είναι η αλεπού, το κουνάβι, ο ασβός, ο σκατζόχοιρος και η νυφίτσα.
Η περιοχή αποτελεί πέρασμα αποδημητικών πτηνών, αλλά υπάρχουν και αρκετά είδη που διαβιούν μόνιμα στην περιοχή. Ιδιαίτερα πλούσιος είναι ο αριθμός πουλιών όπως το σπουργίτι, το χελιδόνι, ο πελαργός, η καρδερίνα αλλά και αρπακτικά πουλιά όπως η κουκουβάγια. Τα παλαιότερα χρόνια, πριν την αποξήρανση του βάλτου, υπήρχαν άφθονες αγριόπαπιες. Κατά τους θερινόυς μήνες στις περιοχές με υψηλή βλάστηση μπορεί κανείς να συναντήσει οχιές, οι οποίες τρέφονται με μικρά ζώα, όπως ποντίκια και μικρά πτηνά.
Αρκετά σημαντικός είναι και ο αριθμός από σαύρες, οι οποίες τρέφονται με έντομα. Κατά τους ανοιξιάτικους μήνες υπάρχει η δυνατότητα να παρατηρήσει κανείς πυγολαμπίδες και πασχαλίτσες ενώ δε λείπουν και οι νυχτερίδες, οι οποίες φωλίαζουν σε διάφορα σημειά των σπιτιών τους καλοκαιρινούς μήνες. Αξιόλογος είναι και ο αριθμός από βατράχια και κοινά νερόφιδα (Natrix natrix) της ελληνικής πανίδας, τα οποία διαβιούν στα αρδευτικά κανάλια του χωριού.
Remove ads
Κοινοτικές δομές, εκπαίδευση και πολιτισμός
Το χωριό διαθέτει νεόκτιστο νηπιαγωγείο και διθέσιο δημοτικό σχολείο με εξωτερική πέτρινη διακόσμηση[98] τα οποία βρίσκονται στη κεντρική πλατεία του χωριού. Η έκταση στην οποία κατασκευάστηκε το σχολείο υπήρξε δωρεά του Ευσταθίου Φούντα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90 υπήρχε στην κεντρική πλατεία μια μεγάλη πέτρινη βρύση, η οποία κατασκευάστηκε πριν τη δεκαετία του '40 και από αυτή έπαιρναν νερό οι κάτοικοι του χωριού την εποχή όπου δεν υπήρχε σύστημα υδροδότησης. Το νηπιαγωγείο αρχικά στεγαζόταν σε ένα μονοθέσιο κτίριο κοντά στην εκκλησία του χωριού μέχρι τις αρχές του '90. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση καλύπτεται από το Γυμνάσιο και Λύκειο Ανέζας.
Η κεντρική πλατεία του χωριού φιλοξενεί, εκτός από το δημοτικό σχολείο και το νηπιαγωγείο, ένα κτίριο το οποίο ανήκει στην εκκλησία και μισθώνεται κατά καιρούς για διάφορες χρήσεις. Επάνω από το συγκεκριμένο κτίριο έχει κατασκευαστεί ένα επιπλέον κτίριο το οποίο παλαιότερα είχε χρήση κοινοτικού γραφείου ενώ σήμερα εξυπηρετεί τις δραστηριότητες του αγροτικού ιατρείου. Μπροστά από το δημοτικό σχολείο έχει κατασκευαστεί μνημείο, πάνω στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα των πεσόντων στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Γαβριά διαθέτει και μια δεύτερη πλατεία, αρκετά μεγαλύτερη, εμβαδού 1270 τ.μ στην είσοδο του χωριού, κοντά στην εκκλησία και έχει περίφραξη από λευκή πέτρα. Πολύ κοντά στη συγκεκριμένη πλατεία και δίπλα από την εκκλησία, δεσπόζει το υδραγωγείο, το οποίο κατασκευάστηκε τη δεκαετία του '80 και αποτέλεσε καθοριστικό βήμα στην υδροδότηση του χωριού από τις πηγές του Αγίου Γεωργίου Φιλιππιάδας.[99][100][101]
Εκπολιτιστικός σύλλογος
Η Γαβριά, έχει ενεργό εκπολιτιστικό σύλλογο, ο «Οδυσσέας»,[102] με έτος ίδρυσης το 1980, ο οποίος κάθε χρόνο διοργανώνει εκδρομές και εκδηλώσεις πολιτιστικού χαρακτήρα. Κύριος στόχος του συλλόγου είναι να συνεισφέρει όσο το δυνατόν περισσότερο στην πολιτιστική και πνευματική αναβάθμιση του χωριού, αλλά και στην διάσωση και διάδοση της παράδοσης και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Τα παλαιότερα χρόνια, ο εκπολιτιστικός σύλλογος, οργάνωνε στο χωριό το παραδοσιακό καρναβάλι και παρουσίαζε παραστάσεις θεάτρου σκιών. Το πιό δραστήριο κομμάτι του συλλόγου είναι το χορευτικό. Στα τρία τμήματα του συλλόγου, το παιδικό, το εφηβικό και το τμήμα ενηλίκων, γίνεται η διδασκαλία παραδοσιακών χορών από όλη την Ελλάδα. Τα τμήματα του συλλόγου, ντυμένα με παραδοσιακές στολές, συμμετέχουν κάθε χρόνο στις πολιτιστικές εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στο χωριό, στις 15 Αυγούστου.[103][104]
Ο ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Στην είσοδο του χωριού, κοντά στην πλατεία, βρίσκεται ο ενοριακός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου [105] Ο ναός κατασκευάστηκε το 1915, σε οικόπεδο έκτασης 2 στρεμμάτων, το οποίο δώρισε ένας κάτοικος του χωριού, ο Βασίλειος Νάσης. Πρόκειται για μεγάλων διαστάσεων, μονόχωρο, δρομικό ναό με νεωτερικό χαγιάτι στα νότια. Ο περίβολος του ναού περικλείεται από τοίχο και η πρόσβαση σε αυτόν είναι δυνατή μέσω της κεντρικής εισόδου στην οποία δεσπόζει το ανακαινισμένο κωδωνοστάσιο. Το εσωτερικό του ναού παρουσιάζει ξυλόγλυπτη διακόσμηση και πολλές τοιχογραφίες. Σύμφωνα με την επιγραφή, που βρίσκεται επάνω από την δεξιά θύρα εισόδου, ο ναός ανακαινίσθηκε και τοιχογραφήθηκε τη δεκαετία του 90' επί μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιο με δαπάνες τοπικών οικογενειών. Η εικονογράφηση στο εσωτερικό του ναού διατάσσεται σε δύο ζώνες. Στην κατώτερη απεικονίζονται ολόσωμοι άγιοι και μάρτυρες, και στην ανώτερη πρόσωπα αγίων και σκηνές από το βίο του Χριστού και της Παναγίας. Ο τρούλος του ναού είναι διακοσμημένος με την εικόνα του Παντοκράτορα Ιησού.
Το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο του ναού είναι το τέμπλο, το οποίο σύμφωνα με τη σκαλιστή επιγραφή πάνω από την Ωραία Πύλη, χρονολογείται από το 1928. Είναι ξύλινης χειροποίητης κατασκευής και φέρει πυκνή φυτική διακόσμηση. Το επιστύλιο του τέμπλου είναι διακοσμημένο με 15 εικόνες που απεικονίζουν το πρόσωπο του Ιησού στο ιερό σάβανο και τους μαθητές του. Κάτω από την εικόνα του Ιησού απεικονίζεται ένας άγγελος με τη μορφή ενός αστεριού με 16 αχτίδες. Στην κορυφή απεικονίζεται ο Εσταυρωμένος στο κέντρο του Σταυρού της επίστεψης και οι μορφές της Θεοτόκου και του Ευαγγελιστή Ιωάννη στα λυπηρά. Άξιοι προσοχής είναι οι δύο δράκοντες που περιβάλλουν τον Σταυρό της επίστεψης. Στο κέντρο της Ωραίας Πύλης απεικονίζεται ο Ιησούς μέσα στο ιερό δισκοπότηρο. Οι δεσποτικές εικόνες στα πλάγια της Ωραίας Πύλης, είναι ζωγραφισμένες σε μουσαμά και απεικονίζουν την Κοίμηση της Θεοτόκου, την Οδηγήτρια Θεοτόκο, τον Ιησού Χριστό, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Άγιο Γεώργιο. Στο υπέρθυρο της Ωραία Πύλης αλλά και πάνω από τις Δεσποτικές εικόνες και τις εικόνες του επιστυλίου απεικονίζονται διπτέρυγα χερουβείμ. Το μοναδικό παραπόρτιο του τέμπλου είναι διακοσμημένο με την ολόσωμη είκονα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ.
Το 1997 με υπουργική απόφαση, ο ναός χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και κτίριο που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας.[106] Πίσω από τον ιερό ναό βρίσκεται το κοιμητήριο του χωριού. Ο εξωτερικός τοίχος του κοιμητηρίου εμφανίζει μία πέτρινη επιγραφή στην οποία αναγράφεται «Εδώ δεν ξεχωρίζουνε πλούσιοι, φτωχοί, μεγάλοι, όλοι μαζί κείτονται στης μάνας γης αγκάλη» και χρονολογείται από το 1970. Η Γαβριά υπάγεται στη Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης.
Remove ads
Αθλητισμός
Το χωριό διαθέτει γήπεδο ποδοσφαίρου, εμβαδού 12346 τμ. με φυσικό χορτάρι.[107] Η τοπική ομάδα είναι ο Ατρόμητος Γαβριάς με έτος ίδρυσης το 1958. Η ομάδα την ποδοσφαιρική περίοδο 2005/2006 τερμάτισε στη 2η θέση, το 2006/2007 στην 3η θέση, το 2007/2008 στη 13η θέση, το 2008/2009 στην 8η θέση και το 2009/2010 στη 13η θέση [108] της Α΄ κατηγορίας Ε.Π.Σ. Άρτας. Ο Ατρόμητος Γαβριάς, την περίοδο 1983/1984, έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Άρτας.[109]
Μετά από επεισόδια που συνέβησαν την 27η Φεβρουαρίου 2010, στο γήπεδο της Γαβριάς, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου Διαιτητών Ποδοσφαίρου Άρτας, σε ανακοινωσή κάλεσε όλα τα μέλη του να δηλώσουν αγωνιστικό κώλυμα επ'αόριστον για τους εντός και εκτός έδρας αγώνες πρωταθλήματος και κυπέλλου του Ατρομήτου. Αυτό είχε ως συνέπεια, ο Ατρόμητος Γαβριάς, με έγγραφο που παρέδωσε στην Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Άρτας την 19η Μαρτίου 2010, να παραιτηθεί οριστικά από το πρωτάθλημα λόγω της μεγάλης οικονομικής επιβάρυνσης που συνεπαγόταν η χρησιμοποίηση διαιτητών από άλλους Νομούς.[110][111]
Το γήπεδο της Γαβριάς φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια, παιδικό και εφηβικό τουρνουά ποδοσφαίρου, το οποίο θεσπίστηκε από τον πρώην Δήμο Αμβρακικού και συνεχίζει ο Δήμος Αρταίων. Το γήπεδο της Γαβριάς αποτέλεσε έδρα της ομάδας του ΑΟ Γέφυρας ενώ σήμερα η ομάδα της Αναγέννησης Άρτας χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας.[112][113][114]
Remove ads
Φωτοθήκη
- Η εκκλησία της Γαβριάς.
- Στην είσοδο του χωριού.
- Κήπος στη Γαβριά.
- Γαβριά,στήν είσοδο της εκκλησίας.
- Η πλατεία με το υδραγωγείο.
- Πράσινο στη Γαβριά.
- Λουλούδια.
- Λίγο έξω απ το χωριό.
Παραπομπές
Πηγές
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads