σλοβακικά
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σλοβακικά → δείτε τη λέξη σλοβακικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /slo.va.ciˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σλο‐βα‐κι‐κά
Ουσιαστικό
σλοβακικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Σημειώσεις
Μεταφράσεις
Επίρρημα
σλοβακικά
- χρησιμοποιώντας τη σλοβακική γλώσσα, αναφερόμενοι στη σλοβακική γλώσσα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σλοβακικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σλοβακικό
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads