ιταλικά

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads
Δείτε επίσης: Κατηγορία: Ιταλική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el)

Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
  • κωδικός γλώσσας: it
Περισσότερες πληροφορίες ↓ πτώσεις, πληθυντικός ...

Ετυμολογία

ιταλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιταλικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

ιταλικά ουδέτερο πληθυντικός

Μεταφράσεις

Επίρρημα

ιταλικά

  1. χρησιμοποιώντας την ιταλική γλώσσα
  2. με ιταλικό τρόπο, όπως κάνουν οι Ιταλοί

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ιταλικά

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads