Λουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Λουδοβίκος Α΄, επίσης Λουδοβίκος ο Μέγας (ουγγρικά: Nagy Lajos, κροατικά: Ludovik Veliki, σλοβακικά: Ľudovít Veľký) ή Λουδοβίκος ο Ούγγρος (Πολωνικά: Ludwik Węgierski, 5 Μαρτίου 1326 – 10 Σεπτεμβρίου 1382), ήταν Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας από το 1342 και Βασιλιάς της Πολωνίας από το 1370. Ήταν το πρώτο παιδί του Καρόλου Α' της Ουγγαρίας και της συζύγου του Ελισάβετ της Πολωνίας, που επέζησε της βρεφικής ηλικίας. Μια συνθήκη του 1338 μεταξύ του πατέρα του και του Καζίμιρ Γ΄ της Πολωνίας, θείου εκ μητρός του Λουδοβίκου, επιβεβαίωσε το δικαίωμα του Λουδοβίκου να κληρονομήσει το Βασίλειο της Πολωνίας αν ο θείος του πέθαινε χωρίς γιο. Σε αντάλλαγμα ο Λουδοβίκος υποχρεωνόταν να βοηθήσει τον θείο του να ξανακαταλάβει τα εδάφη που είχε χάσει η Πολωνία τις προηγούμενες δεκαετίες. Έφερε τον τίτλο του Δούκα της Τρανσυλβανίας μεταξύ 1339 και 1342 αλλά δεν διοικούσε την επαρχία.
Λουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | I. Lajos magyar király (Ουγγρικά) |
Προφορά | |
Γέννηση | 5 Μαρτίου 1326 Βιζεγκράντ |
Θάνατος | 10 Σεπτεμβρίου 1382 Τρνάβα[1] |
Τόπος ταφής | Βασιλική του Σέκεσφεχερβαρ |
Χώρα πολιτογράφησης | Ουγγαρία |
Θρησκεία | Χριστιανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ουγγρικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μονάρχης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Μαργαρίτα της Βοημίας, βασίλισσα της Ουγγαρίας (από 1338)[2] Ελισάβετ της Βοσνίας (από 1353)[2] |
Τέκνα | Αικατερίνη της Ουγγαρίας Μαρία της Ουγγαρίας Γιάντβιγκα της Πολωνίας[3] |
Γονείς | Κάρολος Α΄ της Ουγγαρίας και Ελισάβετ της Πολωνίας, βασίλισσα της Ουγγαρίας |
Αδέλφια | Ανδρέας της Καλαβρίας Στέφανος της Σλαβονίας Coloman of Hungary Αικατερίνη της Ουγγαρίας, δούκισσα της Σβιντνίτσα |
Οικογένεια | Οίκος των Καπετιδών-Ανζού |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Βασιλέας της Πολωνίας (1370–1382) |
Βραβεύσεις | Χρυσό Τριαντάφυλλο |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα |
Ο Λουδοβίκος ήταν ενήλικας όταν διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1342, αλλά η βαθιά θρησκευόμενη μητέρα του άσκησε ισχυρή επιρροή πάνω του. Κληρονόμησε από τον πατέρα του ένα συγκεντρωτικό βασίλειο και ένα πλούσιο θησαυροφυλάκιο. Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ξεκίνησε μια σταυροφορία κατά των Λιθουανών και αποκατέστησε τη βασιλική εξουσία στην Κροατία. τα στρατεύματά του νίκησαν ένα στρατό Τατάρων, επεκτείνοντας την εξουσία του προς τη Μαύρη Θάλασσα. Όταν ο αδελφός του Ανδρέας, Δούκας της Καλαβρίας, σύζυγος της Βασίλισσας Ιωάννας Α' της Νάπολης, δολοφονήθηκε το 1345, ο Λουδοβίκος κατηγόρησε τη βασίλισσα για τη δολοφονία του και η τιμωρία της έγινε ο κύριος στόχος της εξωτερικής του πολιτικής. Επιχείρησε δύο εκστρατείες στο Βασίλειο της Νεαπόλεως μεταξύ 1347 και 1350. Τα στρατεύματά του κατέλαβαν μεγάλα εδάφη και στις δύο και ο Λουδοβίκος υιοθέτησε τα στυλ των βασιλιάδων της (συμπεριλαμβανομένου του τίτλου του Βασιλιά της Σικελίας και της Ιερουσαλήμ), αλλά η Αγία Έδρα δεν αναγνώρισε ποτέ τις αξιώσεις του. Οι αυθαίρετες ενέργειες του Λουδοβίκου και οι θηριωδίες που διέπραξαν οι μισθοφόροι του έκαναν την κυριαρχία του αντιδημοφιλή στη Νότια Ιταλία. Απέσυρε όλα του τα στρατεύματα από το Βασίλειο της Νάπολης το 1351.
Όπως ο πατέρας του ο Λουδοβίκος διοικούσε την Ουγγαρία με απόλυτη εξουσία και τη χρησιμοποιούσε για να παραχωρεί προνόμια στους αυλικούς του. Ωστόσο επικύρωσε επίσης τις ελευθερίες των Ούγγρων ευγενών στη Δίαιτα του 1351, τονίζοντας την ισότητα όλων τους. Στην ίδια Δίαιτα εισήγαγε ένα σύστημα αμετάτρεπτης κληρονομιάς και ενιαίο ενοίκιο που κατέβαλλαν οι αγρότες στους γαιοκτήμονες και επιβεβαίωσε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας για όλους τους αγρότες. Διεξήγαγε πολέμους εναντίον των Λιθουανών, της Σερβίας και της Χρυσής Ορδής τη δεκαετία του 1350, αποκαθιστώντας την εξουσία των Ούγγρων μοναρχών σε εδάφη κατά μήκος των συνόρων, που είχαν χαθεί κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Υποχρέωσε τη Δημοκρατία της Βενετίας να παραιτηθεί από τις πόλεις της Δαλματίας το 1358. Έκανε επίσης αρκετές προσπάθειες να επεκτείνει την επικυριαρχία του στους ηγεμόνες της Βοσνίας, της Μολδαβίας, της Βλαχίας και τμημάτων της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Αυτοί οι ηγεμόνες ήταν μερικές φορές πρόθυμοι να υποχωρήσουν, είτε υπό πίεση είτε με την ελπίδα της υποστήριξής του εναντίον των εσωτερικών τους αντιπάλων, αλλά η κυριαρχία του Λουδοβίκου σε αυτές τις περιοχές ήταν μόνο κατ' όνομα κατά το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του. Οι προσπάθειές του να προσηλυτίσει τους παγανιστές ή τους Ορθόδοξους υπηκόους του στον Καθολικισμό τον έκαναν αντιδημοφιλή στα βαλκανικά κράτη. Ίδρυσε ένα πανεπιστήμιο στο Πετς το 1367, που όμως έκλεισε μέσα σε δύο δεκαετίες επειδή δεν του εξασφάλισε επαρκή έσοδα για να επιβιώσει.
Ο Λουδοβίκος κληρονόμησε την Πολωνία μετά τον θάνατο του θείου του το 1370. Δεδομένου ότι δεν είχε γιους ήθελε οι υπήκοοί του να αναγνωρίσουν το δικαίωμα των θυγατέρων του να τον διαδεχτούν τόσο στην Ουγγαρία όσο και στην Πολωνία. Για τον σκοπό αυτό εξέδωσε τα Προνόμια του Κόσιτσε το 1374, όπου κατέγραψε τις ελευθερίες των Πολωνών ευγενών. Ωστόσο η κυριαρχία του παρέμεινε αντιδημοφιλής στην Πολωνία. Στην Ουγγαρία έδωσε το δικαίωμα τις βασιλικές ελεύθερες πόλεις να ορίζουν ενόρκους στο ανώτατο δικαστήριο που εκδίκαζε τις υποθέσεις τους και σύστησε ένα νέο ανώτατο δικαστήριο. Καθώς έπασχε από μια δερματική ασθένεια ο Λουδοβίκος έγινε ακόμη πιο θρησκευόμενος τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στην αρχή του Δυτικού Σχίσματος αναγνώρισε ως νόμιμο Πάπα τον Ουρβανό ΣΤ'. Οταν ο Ουρβανός καθαίρεσε την Ιωάννα και τοποθέτησε τον συγγενή του Λουδοβίκου Κάρολο του Δυρραχίου στον θρόνο της Νάπολης ο Λουδοβίκος βοήθησε τον Κάρολο να καταλάβει το βασίλειο. Στην ουγγρική ιστοριογραφία ο Λουδοβίκος θεωρείτο για αιώνες ως ο πιο ισχυρός Ούγγρος μονάρχης, που κυβέρνησε μια αυτοκρατορία «της οποίας οι ακτές βρέχονταν από τρεις θάλασσες».