ιαπωνικά
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ιαπωνική γλώσσα στο Βικιλεξικό
|
Ετυμολογία
ιαπωνικά < ιαπωνικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου
Ουσιαστικό
ιαπωνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και γιαπωνέζικα
- η ιαπωνική ή γιαπωνέζικη γλώσσα που μιλιέται στην Ιαπωνία. Γράφεται είτε με τους χαρακτήρες κάντζι κινεζικής προέλευσης, είτε με συλλαβικές γραφές κάνα: τη συλλαβική χιραγκάνα και τη φωνητική συλλαβική κατακάνα. Χρησιμοποιείται και η μεταγραφή ρομάτζι με λατινικούς χαρακτήρες.
Συγγενικά
- ιαπωνικός και γιαπωνέζικος
- Ιαπωνία
- Ιάπωνας και Γιαπωνέζος
Μεταφράσεις
ιαπωνικά
|
Επίρρημα
ιαπωνικά
- με ιαπωνικό τρόπο
- χρησιμοποιώντας την ιαπωνική γλώσσα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ιαπωνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιαπωνικό
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads