ουράνιο

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: U
  • Ατομικός αριθμός : 92
  • Προηγούμενο = Pa
  • Επόμενο = Ne

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

ουράνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική uranium < αρχαία ελληνική Οὐρανός (ο πλανήτης)

Προφορά

ΔΦΑ : /uˈɾa.nio/

Ουσιαστικό

Περισσότερες πληροφορίες ↓ πτώσεις, ενικός ...

ουράνιο ουδέτερο

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • απεμπλουτισμένο ουράνιο

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ουράνιο

  1. αιτιατική ενικού του ουράνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ουράνιος
Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads