ναός
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ναός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναός
Προφορά
- ΔΦΑ : /naˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐ός
Ουσιαστικό
ναός αρσενικό
- (θρησκεία) ο τόπος λατρείας του Θεού και τελέσεως των μυστηρίων
Η λειτουργία θα τελεστεί στον ιερό ναό του Αγίου Θεοδοσίου.
- ο τόπος της θρησκευτικής λατρείας οποιασδήποτε θρησκείας ή αίρεσης
ειδωλατρικός ναός
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) το οικοδόμημα αφιερωμένο στη λατρεία θεού ή ήρωα
ο ναός της Αθηνάς
- (μεταφορικά) ο χώρος ο οποίος θεωρείται σύμβολο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δραστηριότητας
ναός της Θέμιδας
- (μεταφορικά) ο χώρος όπου ασκείται ένα υψηλό λειτούργημα
ναός της τέχνης
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- εκκλησία
- τέμενος
- σύνναος (επίθετο, (ελληνιστική κοινή))
Μεταφράσεις
ναός
|
Remove ads
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ναός < θέμα, όπως και στο ναίω → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ναός αρσενικό
Άλλες μορφές
Πηγές
- ναός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads