ναός

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Περισσότερες πληροφορίες ↓ πτώσεις, ενικός ...

Ετυμολογία

ναός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναός

Προφορά

ΔΦΑ : /naˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναός

Ουσιαστικό

ναός αρσενικό

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις



Remove ads

Αρχαία ελληνικά (grc)

Περισσότερες πληροφορίες ενικός, πληθυντικός ...

Ετυμολογία

ναός < θέμα, όπως και στο ναίω λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ναός αρσενικό

  1. ο ναός
  2. το ιερό

Άλλες μορφές

Πηγές

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads